Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

΄΄Δεν μπορώ σήμερα, θα ‘ρθω αύριο’’





Το κείμενο του Δημήτρη Μιμή ,που ακολουθεί, με τίτλο ΄΄Δεν μπορώ σήμερα, θα ‘ρθω αύριο’’ συμμετείχε στον πρώτο διαγωνισμό που οργάνωσε η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη το 2013.Μεταξύ των 42 συμμετοχών στα αγγλικά, γαλλικά, ελληνικά και ισπανικά, επιλέγει μέσα στα οκτώ καλύτερα λογοτεχνικά έργα.
 Στο κείμενο αποτυπώνεται η μοναξιά που βίωνε ο Καζαντζάκης στη Βιέννη το 1922 και η μάχη που έδινε στον εσωτερικό του κόσμο, μεταξύ των επιθυμιών του και των φραγμών που δεχόταν από τις θρησκευτικές του αναζητήσεις γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση στο πρόσωπο του ενός εκζέματος, κατάσταση που τον οδήγησε στον ψυχαναλυτή  w.Stekell για θεραπεία.

Την εποχή αυτή διαβάζει  τον , S. Freud  και αρχίζουν οι ψυχαναλυτικές του αναζητήσεις που τις συναντάμε σ’ όλα του τα έργα.


Δεν μπορώ σήμερα, θα ρθω αύριο.[1]

Του Δημήτρη Α. Μιμή

Ν. Καζαντζάκης - Γαλάτεια
 
… «Cherie, χθες βράδι έφθασα στη Βιέννη, νύχτα. Μας καθυστέρησαν οι Σέρβοι.

Όσο ανεβαίναμε στο Βορρά, η άνοιξη διατηρούνταν ακόμα: πασχαλιές ανθισμένες, μηλιές, απιδιές, καστανιές δάση ολόκληρα. Όταν θα ρθεις και θες να φύγεις απ’ εδώ, να φύγεις άνοιξη για να μη χάσουν τα μάτια Σου το εξαίσιο αυτό θέαμα

Αυτά έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στην πρώτη του επιστολή, από τη Βιέννη, προς την αγαπημένη του Γαλάτεια. Την αναζητούσε και ήθελε να την έχει κοντά του. Πάντα ταξίδευε και η έλλειψή της ήταν μεγάλη.

Διέμενε σ’ ένα φτωχό ξενοδοχείο που τον βοήθησαν να βρει οι δύο γοργόνες που τον συνόδευαν από την Αθήνα, γνωστές του στενού του φίλου Ιωάννη Αγγελάκη.

Οι αρτίστες αυτές θα του εύρισκαν μια καλή pension να διαμείνει, γιατί γνώριζαν καλά τη Βιέννη από προηγούμενες  επισκέψεις τους στην πόλη αυτή.

Στο ξενοδοχείο θα παραμείνει προσωρινά από τις 19 έως την Τρίτη 24 του Μάη του 1922, οπότε οι δεσποινίδες Δάμπου, οι μαύρες γοργόνες τού βρήκαν μια καλή pension, επί της οδού Alserstrasse 261, Wien ΙΧ. Προτίμησε την pension αυτή, γιατί ήλπιζε ότι εκεί θα υποδεχόταν την αγαπημένη του Γαλάτεια, όταν θα τον επισκεπτόταν.

Τις μέρες πριν τακτοποιηθεί στην pension, περιφερόταν στους δρόμους της Βιέννης και βίωνε την πείνα και την απελπισία των κατοίκων της πόλης αυτής.

Ο Καζαντζάκης έγινε μάρτυρας μιας πόλης που κατέρρεε. Οι αυτοκτονίες ήταν καθημερινό γεγονός και ο Δούναβης το εύκολο μέσο, για να απαλλαγεί κάποιος από τα προβλήματα. Η επαιτεία ήταν ένα μαζικό φαινόμενο και η φοβερότερη πίκρα, ο πεινασμένος έρωτας. Μέσα απ’ αυτά τα φρικώδη θεάματα, ο Καζαντζάκης εύρισκε τον χρόνο να πηγαίνει σε κονσέρτα και μουσεία αλλά και να γράφει στην αγαπημένη του να τον επισκεφτεί και παράλληλα να εκφράζει τα παράπονα για τους φίλους του, Σικελιανό και Σφακιανάκη.

Όλα αυτά συνέβαιναν, αφού βγήκε από την κλινική στην οποία οδηγήθηκε μετά από το ατύχημά του στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βιέννης, όταν γλίστρησε και κτύπησε το κεφάλι του σ’ ένα σίδερο.

Κατά την παραμονή του στην κλινική, η σκέψη του θανάτου ήταν διαρκώς παρούσα. Παρ’ όλα αυτά, όταν αισθανόταν καλά έκραζε τη νοσοκόμα και, όταν αυτή ερχόταν του έπιανε το χέρι και του χαμογελούσε.

Σκοπός του ήταν να της υπαγορεύει κείμενα με κλειστά μάτια και αυτή να του χαμογελά και να του απαντά.

-Τι πράματα πλάθεις στον πυρετό σου!

-Γράφε,  απαντούσε αυτός.

-Φτάνει, φτάνει για σήμερα, του ’λεγε η αδελφή βλέποντας τον να χλομιάζει!

Όλα αυτά γινόντουσαν, γιατί το μυαλό του αντιστεκόταν να μη βουλιάξει και αυτό στο βούρκο, όπως το υπόλοιπο  σώμα του.

Πολλές χαρές και περιπέτειες, πρόσωπα που αγάπησε, χώρες που είδε, περνούσαν από το μυαλό του.

Αυτές ήταν σε καθημερινή βάση εικόνες και σκέψεις λεύτερες και λυτρωμένες από χρόνο και λογική. Αυτά έρχονταν στο μυαλό του τις ώρες του πυρετού.

Όλη αυτή η ταλαιπωρία που πέρασε ο Καζαντζάκης τις πρώτες μέρες μετά την άφιξή του στη Βιέννη, του άλλαξε την ψυχολογία και τον τρόπο αντιμετώπισης της ζωής. Μετά το ατύχημα και τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, θέλησε να αντιμετωπίσει τη ζωή με μια άλλη ματιά. Θέλησε να ζήσει τη ζωή του διαφορετικά, γιατί μέσα του δημιουργούνταν επιθυμίες που ζητούσαν ικανοποίηση. Το μυαλό του όμως, παρά τις επιθυμίες του, ήταν διαρκώς στη Γαλάτεια. Ο έρωτάς του ήταν τόσο δυνατός, που δεν ξέφευγε καθόλου απ΄ αυτήν.

Τη μέρα που βγήκε από την κλινική, το φως έξω ήταν πολύ δυνατό, παρ’ ότι ήταν δειλινό. Ήταν βλέπεις Μάης μήνας. Τα δέντρα στα πάρκα ήταν ανθισμένα. Οι ενδυμασίες των γυναικών με τα λουλουδιασμένα  φουστάνια, οι μυρωδιές από τα μαλλιά τους και από τις πούδρες στα πρόσωπά τους τον έκαναν να αισθάνεται ότι τούτη η γη είναι ο απάνω κόσμος.

Ο Καζαντζάκης δεν είχε αναρρώσει, ζαλιζόταν, τα γόνατα του έτρεμαν ακόμα και τότε πάλι σκέψεις ότι βουλιάζει στο βούρκο, σκέψεις θανάτου τον κυριαρχούσαν.

Στις επιστολές που άρχισε να γράφει προς την αγαπημένη του Γαλάτεια, σκέφτηκε να μην αναφέρει το γεγονός του ατυχήματος. Δεν ήθελε να την στεναχωρήσει, δεν ήθελε να έρθει να τον δει γι’ αυτό το λόγο. Ήθελε να έρθει να τον δει, επειδή η ίδια θα το επιθυμούσε.

Σκέψεις και πάλι σκέψεις. Μόλις άρχισε να συνέρχεται και θέλησε να γευτεί το  δροσερό νερό, το νόστιμο ψωμί, τα φρούτα, να χαρεί τη ζωή, τις κουβέντες των ανθρώπων και όταν άρχιζε να αισθάνεται το κορμί του δυνατό και να εμφανίζονται οι επιθυμίες, άκουγε μέσα του μια φωνή :

«Δε ντρέπεσαι αυτό είναι το λιονταρίσιο μυαλό που σε τάισα;»

Ο Βούδας ερχόταν καθημερινά στο μυαλό του και τον απέτρεπε από την ικανοποίηση κάθε

επιθυμίας. Τον κυρίευε από τη μια και από την άλλη τον άφηνε να επιστρέψει στις σαρκικές του επιθυμίες και ζητούσε η σάρκα του να είναι χωρίς ψυχικές έγνοιες, σαν το ζώο.

Σκέφτηκε για λίγο ν’ αφήσει τις σκέψεις του για τη Γαλάτεια στην pension και να βγει στους δρόμους, ν’ ανακατευτεί μ’ άλλους ανθρώπους, να τρέξει μαζί τους. Η μοναξιά τον είχε κουράσει και η σκιά της θλίψης τον πλάκωνε. Πίεσε τον εαυτό του να μη φοβηθεί, να βγει έξω να δει τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι.

Αυτό τον οδήγησε σ’ έναν κινηματογράφο. Επέλεξε και κάθισε δίπλα σε μια κοπέλα που η ανάσα της μύριζε σαν κανέλα. Τον κοίταξε επίμονα. Tο γόνατό της τον άγγιξε και ανατρίχιασε. Δεν αποτραβήχτηκε. Μέσα στο μισοσκόταδο της αίθουσας την  κοίταξε και διέκρινε ότι του χαμογέλασε. Ο δρόμος άνοιγε μπροστά του και ήταν έτοιμος για τη γνωριμία που επιθυμούσε.

Η Γαλάτεια ήρθε βιαστικά στο μυαλό του. Όμως αυτή τη στιγμή δεν ήθελε τέτοιες σκέψεις. Τις έδιωξε. Η επιθυμία του κυριάρχησε. Αυτό το βράδυ είχε ανάγκη να ικανοποιήσει τα ένστικτά του, ήθελε να νιώσει κορμί γυναίκας πάνω στο σώμα του, να νιώσει ότι είναι ζωντανός.

Η Γαλάτεια παρέμενε στη σκέψη του σιωπηλή και με τον τρόπο της τον απέτρεπε να προχωρήσει σ’ αυτό που επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή. Αυτός με τη σκέψη του δεν το ήθελε, αλλά κάτι εσωτερικό τον έσπρωχνε συνέχεια, για την ικανοποίηση των ενστίκτων του.

Μόλις αντιλήφθηκε ότι η κοπέλα ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από την αίθουσα, ώστε να του δώσει την ευκαιρία να την ακολουθήσει, σηκώθηκε, πήρε στα χέρια το σακάκι του και ήταν έτοιμος να φύγει μαζί της. Το πρόσωπό του ήρθε τόσο κοντά με το δικό της, που ανέπνευσε τη μυρωδιά της κανέλας. Όλα γίνονταν με το βλέμμα και το σώμα, αλλά η επικοινωνία μεταξύ τους δεν είχε ολοκληρωθεί, χρειαζόταν και ο λόγος.

Φθάνοντας η κοπέλα στην εξώπορτα, γύρισε και τον κοίταξε, του χαμογέλασε και, χωρίς δυσκολία, έπιασαν την κουβέντα.

Αλλά τι λόγια να βρει και πώς να της τα πει.

« Ο νους του θόλωσε· δεν ήξερε πια τί να της πει…»

Η καρδιά του Καζαντζάκη κτύπησε δυνατά, αισθάνθηκε σαν έφηβος στο πρώτο του ραντεβού.

Εκείνο το βράδυ, το φεγγάρι είχε την τιμητική του. Δεν υπήρχε κανένα σύννεφο στον νυκτερινό ουρανό της Βιέννης και όλη φωτιζόταν απ’ αυτό.

Τράβηξαν κατά το πάρκο που ήταν μπροστά τους. Ζευγάρια  περνούσαν αγκαλιασμένα και άλλα ήταν ξαπλωμένα στο χορτάρι.

Για μια στιγμή τόλμησε, άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά τής συνοδού του.

-Πώς σε λένε; τη ρώτησε.

-Φρίντα, αποκρίθηκε γελώντας. Τι ρωτάς; του λέει. Γυναίκα με λένε, δίνοντάς του το μήνυμα ότι είναι διαθέσιμη.

Όλα αυτά του φάνηκαν εύκολα. Κάποιος πρόγονός του τον έσπρωχνε ως εδώ, όχι όμως ο πατέρας του, αυτός σιχαινόταν τις γυναίκες. Ο πρόγονός του, αυτός ήταν που ζητούσε αυτήν τη στιγμή από τη Φρίντα να μείνει τη νύχτα ετούτη μαζί του, γιατί ο Καζαντζάκης είχε το μυαλό του μόνο τη Γαλάτεια. Δε θα μπορούσε ποτέ να συμπεριφερθεί μ’ αυτόν τον τρόπο.

-Όχι απόψε· δε μπορώ· αύριο βράδυ. Απάντησε η Φρίντα στην πρότασή του, να μείνουν το βράδυ αυτό μαζί.

Ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια του Καζαντζάκη με το άκουσμα της άρνησής της. Νόμιζε ότι ήταν πολύ εύκολο να πετύχει τον σκοπό του με μια τυχαία γυναίκα που θα συναντούσε στον κινηματογράφο. Ήθελε αυτή τη βραδιά να αγγίξει σώμα γυναίκας. Όμως, όλα ανατράπηκαν μέσα του και η επιθυμία γι’ αυτήν έγινε ακόμα πιο έντονη.

Τότε, η Γαλάτεια ήρθε πάλι στο μυαλό του. Ήταν συγχυσμένος και ένιωθε μια εσωτερική σύγκρουση να τον κυριεύει. Μια σύγκρουση που προέρχεται από την επιθυμία του για έρωτα με μια άγνωστη κοπέλα και την αγάπη του προς τη γυναίκα του.

Η άρνηση της Φρίντας τον αλάφρωσε και τον ανακούφισε από την εσωτερική σύγκρουση.

Η πάλη που γινόταν μέσα του ήταν έντονη και διαρκούσε. Από τη στιγμή που ακούμπησε με το γόνατό του το πόδι της Φρίντας στον κινηματογράφο, ένιωσε το κορμί του πρόθυμο να πέσει στην αμαρτία και την ψυχή του να αγριεύει και να θυμώνει που δεν του έδινε την άδεια να ενδώσει, αλλά εκείνος ο πρόγονός του τον πρόλαβε και τον πίεζε. Ήταν βλέπεις πολύ βιαστικός.

Για μια στιγμή, όλα άλλαξαν. Κάτι συνέβαινε στο πρόσωπό του τόσο γρήγορα, που όλα σ’ αυτό φούσκωσαν.

« Ένιωσε το αίμα του να ανεβαίνει, αγριεμένο, στο κεφάλι του· τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά, τα ματόφυλλά του βάρυναν, κι όλο το πρόσωπό του μερμίδισε. Θαρρείς και πέσαν στα μάγουλά του, το πηγούνι, στο μέτωπο, και τσιμπούσαν κι έτρωγαν τη σάρκα του χιλιάδες μερμήγκια.

Κρύος ιδρώτας τον περίλουσε…

Τί έπαθα; Τί έχω; Γιατί πρήστηκα;»

Αισθάνθηκε φόβο και μια αξεπέραστη σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του.

«Θεέ μου, μην είναι λέπρα. »

«Χάθηκα…χάθηκα… συλλογίζουνταν· θα ’ναι λέπρα!»

Ζήτησε τη διεύθυνσή της για να επικοινωνήσει μαζί της και έτρεξε γρήγορα στην pension. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του, σταμάτησε μπροστά στον καθρέφτη και έσυρε φωνή τρόμου. Τραβήχτηκε πίσω, έβαλε τις παλάμες των χεριών του στο πρόσωπό του και έκλεισε τα μάτια. Όταν θα τ’ άνοιγε, ήλπιζε να δει το γνώριμο πρόσωπό του.

Στάθηκε πάλι μπροστά στον καθρέπτη, έβγαλε τις παλάμες  από το πρόσωπό του και δειλά δειλά  άνοιξε τα μάτια του. Όλο το πρόσωπό του είχε φουσκώσει και είχε παραμορφωθεί. Τα χέρια του ήταν γεμάτα από σάρκες που είχαν αποκολληθεί από αυτό.

Τον κυρίευσε φόβος. Θυμήθηκε τους λεπρούς της Κρήτης, όταν ήταν παιδί και τη φρίκη που του προκαλούσαν και το θεώρησε σαν τιμωρία, για τις κακές σκέψεις που έκανε γι’αυτούς .

Το παράξενο όμως της υπόθεσης είναι ότι «ένιωθε μέσα του μίαν ανεξήγητη χαρά…».

«Αν είναι από το Σατανά, είπε μέσα του, ξόρκισέ το, Χριστέ μου· αν είναι πάλι από Θεού, καλώς εκόπιασε. Κατέχω, δε θέλει αυτός το κακό μου· θα ΄χει νόημα κρυφό η συμφορά μου· θα κάνω υπομονή, όσο ν’ απλώσει το χέρι του απάνω στο πρόσωπό μου! ».

«Τί ’ναι τούτη η χαρά που νιώθω, συλλογίστηκε, τί ’ναι τούτο το ξαλάφρωμα, δεν καταλαβαίνω…»

Το μυαλό του όμως δούλευε και, παρά την αγωνία του, σκέφτηκε τη Φρίντα. Αμέσως της έγραψε ένα τηλεγράφημα:

«Δεν μπορώ αύριο, θα ’ρθω μεθ’ αύριο», ελπίζοντας ότι ως τότε θα έχει γιάνει.

Απελπισμένος, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκέφτηκε, όταν θα συναντούσε τη Φρίντα, πώς θα τον αντιμετώπιζε με τέτοιο πρόσωπο.

Από τη σκέψη του για μια στιγμή πέρασε η Γαλάτεια. Να της γράψει για το γεγονός αυτό και να της αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια, όπως συνήθιζε, τι του συνέβαινε; Θα αποκαλυπτόταν, θα την έχανε και προτίμησε να κρατήσει μυστική τη συνάντησή  του με τη Φρίντα.

Ανυπομονούσε να ξημερώσει, από τη μια να δει το πρόσωπό του στον  καθρέπτη ελπίζοντας το κακό να έχει περάσει και από την άλλη να στείλει το τηλεγράφημα στη Φρίντα.

Με τις σκέψεις αυτές δεν έκλεινε μάτι. Μπροστά από τα μάτια του περνούσε η Φρίντα. Τι απαλά ήταν τα μαλλιά της, πώς μύριζε η αναπνοή της και τι ανατριχίλα ήταν αυτή, όταν με το γόνατό του ακούμπησε το πόδι της.

Αλλά και η Γαλάτεια δεν ξεχνιόταν.

-Αχ! πότε θα ’ρθει να δω στα μάτια της πόσο μ’ αγαπά! Δε θα της γράψω τώρα τίποτα και αν της γράψω, δε θα στείλω την επιστολή, για να μην ανησυχήσει. Θα τη στείλω, όταν γίνω καλά. Θέλω να ’ρθει μόνο, όταν θελήσει η ίδια.

Με τις σκέψεις αυτές έκλεισε τα μάτια του.

Είχε πια ξημερώσει. Πετάχτηκε γρήγορα από το κρεβάτι του και έτρεξε στον καθρέπτη. Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη. Το δέρμα του συνέχιζε να σκάει και να τρέχει ασπροκίτρινο υγρό.

Η Φρίντα ήρθε στο μυαλό του. «Το τηλεγράφημα» αναφώνησε. Φώναξε την υπηρέτρια της pension και της το έδωσε.

Αυτή, όταν τον αντίκρισε, έσυρε φωνή, φοβήθηκε και έκρυψε το πρόσωπό της με τις παλάμες των χεριών της, για να μη βλέπει.

 

«Δεν μπορώ σήμερα, θa ’ρθω αύριο»

Αυτή η φράση κυριαρχεί στο μυαλό του και αυτό γράφει καθημερινά σε τηλεγράφημα με παραλήπτη τη Φρίντα. Αγωνιά και ελπίζει να γίνει καλά και να τη συναντήσει.

Βιάζεται να γίνει καλά, γι’ αυτό επισκέπτεται δύο γιατρούς που του δίνουν φάρμακα για θεραπεία, αλλά τον ερεθίζουν περισσότερο. Οι γιατροί δεν έχουν αντιληφθεί από τι προέρχεται η αρρώστια του. Προσπαθούν με κορτιζονούχες αλοιφές για τοπική χρήση και αντισταμινικά να περιορίσουν τον κνησμό του.

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ένα φρέσκο αεράκι μπαίνει στο δωμάτιό του από το ανοιχτό παράθυρο που βλέπει στο δρόμο και το γεμίζει με μυρωδιές από τις ανθισμένες πασχαλιές. Στη σκέψη του έρχονται μυρωδιές και διάφορες εικόνες από την Κρήτη, από την πόλη του, το Ηράκλειο, που είναι αποτυπωμένες στην ψυχή του από την παιδική του ηλικία και ποτέ δεν τις ξεχνά. Τις κουβαλά μαζί του σ’ όλα του τα ταξίδια.

Τι να πρωτοθυμηθεί από το Ηράκλειο; Είναι τόσα πολλά και το μυαλό του πλημμυρίζει από εικόνες της πόλης και της υπαίθρου. Αναπολεί ακόμα τις παρέες που έκανε με την Έλλη, τον Λευτέρη Αλεξίου και φυσικά τη γυναίκα του Γαλάτεια, που δε φεύγει απ’ το μυαλό του. Τις εκδρομές που έκανε με τα πρόσωπα αυτά στο Κράσι, στις πλαγιές της Σελένας.

Αναζητά την πόλη του Ηρακλείου, τους περιπάτους που έκανε στο ενετικό λιμάνι και τον μικρό Κούλε, ακόμα και στην πλατεία Άϊ- Μηνά, τα μυρωδάτα κουλούρια με κανέλα και σουσάμι. Του άρεσε περισσότερο ο περίπατος στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, στις τρεις Καμάρες, αλλά και στα τείχη της πόλης του Ηρακλείου, όπου παντού συναντούσε το σήμα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, τον Ενετικό Λέοντα.

Όμως και η ύπαιθρος και οι επισκέψεις του σ’ αυτήν έρχονται στο μυαλό του. Η Μονή Καλυβιανής, η Φαιστός, η Οδηγήτρια και οι Βώροι, το χωριό του φίλου του Χαρίλαου Στεφανίδη.

Όμως αυτό που θυμάται ιδιαίτερα είναι ο κρυφός γάμος του με τη Γαλάτεια, στον Άγιο Κωνσταντίνο, φοβούμενος την οργή του πατέρα του, με κουμπάρο τον παλιό συμμαθητή και συμφοιτητή του Γιώργο Φανουράκη.

Οι αναπολήσεις του δεν περιορίζονται μονάχα στο Ηράκλειο. Μεταφέρονται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θυμάται τη γνωριμία του με τον Σικελιανό και τα ταξίδια τους κυρίως στους Δελφούς, το Άγιον Όρος αλλά και στη Συκιά, στο σπίτι του Σικελιανού, όπου σχεδίαζαν διάφορα ταξίδια και θρησκείες.

Αλλά και ο Γιώργος Ζορμπάς δε μένει έξω από τις αναπολήσεις του. Η προσπάθειά τους για την οργάνωση λιγνιτωρυχείου αλλά και οι επιστολές, που του στέλνει και τις φυλάει, για να τις διαβάσει η αγαπημένη του Γαλάτεια, όταν θα έρθει στη Βιέννη.

Μετά από λίγο ανοίγει το βιβλίο που κρατά στα χέρια του. Πιστεύει ότι μέσα σ’ αυτό θα βρει τη λύση στο πρόβλημά του, γι’ αυτό άλλωστε και το αγόρασε. Κάτι του λέει μέσα του ότι το πρόβλημά του είναι ψυχικό. Το είχε αγοράσει στην τελευταία έξοδό του από την pension και ο τίτλος του είναι «Η ερμηνεία των ονείρων» του S.Freud, ένα ογκώδες βιβλίο που εκδόθηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα, το 1899 σε έκτη επανέκδοση το 1921. Στην ανάγνωσή του σταματά στο κεφάλαιο: «Τα ηθικά συναισθήματα στο όνειρο» και συγκεκριμένα στη φράση «Ούτε γίνεται κανείς καλύτερος και πιο ενάρετος στον ύπνο· στα όνειρα φαίνεται μάλλον πως η ηθική συνείδηση σιωπά, καθώς δεν αισθάνεται κανείς συμπόνια και μπορεί να διαπράξει τα πιο  βαριά εγκλήματα, κλοπές, δολοφονίες και φόνους, με πλήρη αδιαφορία και χωρίς μεταμέλεια», αλλά και παρακάτω:

«Ιδιαίτερα αχαλίνωτα είναι όμως, όπως ο καθένας γνωρίζει τα πράγματα στο όνειρο από σεξουαλική άποψη. Όπως ο ίδιος ο ονειρευόμενος είναι εντελώς αδιάντροπος και χωρίς κανένα ηθικό συναίσθημα και ηθική κρίση, έτσι βλέπει και όλους τους άλλους, ακόμα και τους πιο σεβαστούς ανθρώπους, να προχωρούν σε πράξεις, που στην άγρυπνη ζωή θα δίσταζε, έστω και νοερά να τις συσχετίσει με αυτούς».

Όλα αυτά που διαβάζει του κάνουν τρομερή εντύπωση, γιατί κάτι βρίσκει να ταιριάζει με τα δικά του όνειρα και αποφασίζει να κρατά σημειώσεις μ’ αυτά.

Ώρες ατελείωτες διαβάζει και ξαναδιαβάζει την ίδια θεωρία. Εκεί που επικεντρώνεται περισσότερο στην ανάγνωσή του, είναι η άποψη του S.Freud, σχετικά με τις καταπιεσμένες και απωθημένες επιθυμίες που εκπληρώνονται στο όνειρο.

Στο μυαλό του έρχεται διαρκώς η σκέψη μήπως η αρρώστια του είναι αποτέλεσμα ψυχικής διεργασίας και αυτό, γιατί έχει επηρεαστεί από τη θεωρία του S.Freud. Καταλαβαίνει ότι η αρρώστια του έχει ψυχική προέλευση, αλλά δεν μπορεί να δώσει τις ανάλογες ερμηνείες. Αποφασίζει όμως να πληροφορήσει την αγαπημένη του, για τον προβληματισμό του σχετικά με τις καινούριες θεωρίες που διαβάζει:

Cherie, αν ξαφνικά άνοιγες την πόρτα του δωματίου μου και μ’ έβλεπες, πολύ θα με συμπαθούσες. Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, το πρόσωπο μου τυλιγμένο με κομπρέσες που τις αλλάζω κάθε μισή ώρα. Δεν ξέρω που κόλλησα έκζεμα! Δεν ξέρεις τι υποφέρω… Στο κρεβάτι διαβάζω όλες τις μέρες τούτες την περίφημη θεωρία του S.Freud για το  ένστιχτο και τα όνειρα. Θα Σ’ ευχαριστούσε πολύ αν την ήξερες…

Το γράμμα δε θα το στείλει άμεσα στην Ελλάδα, θα το κρατήσει μέχρι να γίνει καλά.

Ενώ σκέφτεται αυτά, ένας δυνατός άνεμος χτυπά το ανοικτό πατζούρι του παραθύρου του και δυνατές φωνές ακούγονται από το δρόμο.

Σηκώνεται, σκύβει από το παράθυρο και βλέπει πολύ κόσμο, άνδρες, γυναίκες, εφήβους, κοπέλες να περνούν κάτω από το παράθυρό του τραγουδώντας τον ύμνο του προλεταριάτου.

Γυρίζει στο κρεβάτι του και ξανανοίγει το βιβλίο του S.Freud. Τις τελευταίες μέρες βλέπει πολλά όνειρα και προσπαθεί να τα ερμηνεύσει με τον τρόπο, που περιγράφει ο μεγάλος ψυχαναλυτής στο βιβλίο του.

Ο Καζαντζάκης, μέχρι τώρα, δε γνώριζε ότι υπάρχουν ειδικοί άνθρωποι που θα μπορούσε να τους μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα. Η θεωρία όμως του S.Freud  του έδωσε το κίνητρο  ν’ αναζητήσει τον άνθρωπο, που μαζί του θα συζητήσει το θέμα που τον απασχολεί.

Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια εφημερίδα που υπήρχε στο γραφείο του, η οποία περιείχε ένα άρθρο για την ψυχική υγεία, που συγγραφέας του ήταν ένας γνωστός  ψυχαναλυτής που εργαζόταν στην Βιέννη, ο W.Stekel, μαθητής του S.Freud και ο ιδρυτής της ψυχαναλυτικής εταιρίας της Τετάρτης.

Διαβάζοντας το άρθρο σκέφτηκε ότι πρέπει να τον συναντήσει, να συζητήσει το πρόβλημά του και να επιβεβαιώσει  αυτά που διάβασε στο βιβλίο του S.Freud αλλά και στο άρθρο της εφημερίδας, δηλαδή ότι η αρρώστια του μπορεί να προέρχεται από ψυχικά αίτια.

 

Πηγαίνοντας  στο γραφείο του ψυχαναλυτή δεν είναι απόλυτα σίγουρος για τα αίτια της αρρώστιας του και δεν είναι πεπεισμένος ότι την αρρώστια του την έδωσε η ψυχή του.

Θέλει όμως να το ψάξει, να βρει άκρη.

Όταν εισήλθε στο γραφείο του W.Stekel, κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα, πήρε βαθιά αναπνοή, έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. Τότε, ένιωσε μια απέραντη ανακούφιση η οποία προερχόταν από τη σκέψη του ότι θα επικοινωνούσε με έναν ειδικό, που θα του έλεγε όλες τις μυστικές σκέψεις του και θα ’βρισκε απάντηση στο πρόβλημά του. Ήθελε να ξεμπερδεύει με όλες τις εικόνες που  τον βασάνιζαν.

Ο καθηγητής είδε το πρόσωπό του και χαμογέλασε. Δε μίλησε.  Άφησε τον πελάτη του να μιλήσει πρώτος, όταν ο ίδιος θα το ήθελε.

Πέρασε αρκετός χρόνος σιωπής, όταν ο καθηγητής αποφάσισε να του μιλήσει.

-Σας ακούω, πείτε μου τι σας φέρνει σ’ εμένα, μιλήστε μου ελεύθερα.

Στη συνέχεια, ο καθηγητής τον προτρέπει να ξαπλώσει στον καναπέ που ήταν δίπλα στο γραφείο του.

-Μιλήστε μου για την παιδική σας ηλικία, τους γονείς σας, για τη σχέση σας με τη γυναίκα σας, για τις αναζητήσεις σας.

Ο Καζαντζάκης αρνήθηκε να ξαπλώσει στον καναπέ και παρέμεινε βαθιά βυθισμένος στην πολυθρόνα του, βολεμένος, αλλά διστακτικός να συνεχίσει .Πώς να του πει ότι είναι έτοιμος να ξεστρατίσει;

-Σας ακούω, επανέλαβε με δυνατή φωνή  ο καθηγητής.

-Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να έρθω εδώ, δεν ξέρω αν το πρόβλημά μου είναι δικιά σας δουλειά, είπε ο Καζαντζάκης.

-Αυτό θα το δούμε. Ας αρχίσουμε. Αν δυσκολεύεστε, κλείστε τα μάτια, πείτε μου τι βλέπετε, πού βρίσκεστε. Πείτε μου ό,τι σας πρωτόρθει στο μυαλό.

Ο νους του πεταλούδισε πάνω από όλη τη ζωή του. Ο άγριος πατέρας του, η υπομονετική μητέρα του, η φτώχεια, η ξενιτιά, τα όνειρα, τα χρόνια που ακολούθησε τον Χριστό, ο Βούδας. Τελευταία έμειναν η Φρίντα και η Γαλάτεια, αλλά δεν τις ανέφερε.

Αυτές οι δυο γυναίκες, η επιθυμία  και η εσωτερική του διαμάχη γι’ αυτές, τον έφεραν στο γραφείο του ψυχαναλυτή.

Όλα αυτά, που περιέγραψε ο Καζαντζάκης στον ψυχαναλυτή δεν ήταν αρκετά, για να τον βοηθήσουν να καταλάβει τι συμβαίνει στην ψυχή του ασθενή του, γι’ αυτό απευθυνόμενος σ’ αυτόν του λέει:

-Μα δεν τελειώσατε, κάτι μου κρύβετε ακόμα, ομολογήστε τα όλα.

Πράγματι, δε μίλησε για όλα τα ζητήματα, δε μίλησε καθόλου για την Φρίντα. Είχε ενοχές  και τις έκρυβε.

Νευριασμένος κοιτάζει τον καθηγητή, γιατί αισθάνεται ότι προσπαθεί να παραβιάσει όλες  του τις κλεισμένες πόρτες και περιμένει μ’ έναν μεγεθυντικό φακό, να ερευνήσει αδιάκριτα τα μυστικά του.

Μετά από ένα διάστημα πέντε λεπτών, και με τη σκέψη διαρκώς στη Φρίντα, παίρνει την απόφαση να μιλήσει γι’ αυτήν, σχετικά με το ραντεβού τους.

Του εξιστορεί την τυχαία συνάντηση μαζί της στον κινηματογράφο, την επιθυμία του γι’ αυτήν, αλλά κυρίως το γιατί δεν πήγε στο ραντεβού,, που όρισαν για την επόμενη μέρα.

Ενδόμυχα, σκέφτηκε μήπως δεν ήταν τυχαία η συνάντηση αυτή, αλλά την προκάλεσε ο ίδιος, ορμώμενος από μια εσωτερική ανάγκη.

Σταμάτησε τις σκέψεις και τις περιγραφές του και καθάρισε το πρόσωπό του με μια γάζα, το οποίο εξακολουθούσε να είναι πρησμένο και να βγάζει κιτρινοπράσινο υγρό.

Κοιτάζοντας στα μάτια τον καθηγητή, τον ρωτά.

-Λέτε, κύριε καθηγητά, η αρρώστια μου να προέρχεται από ψυχικά αίτια;

Ο W.Stekel, ως ένας καλός αρχαιολόγος και  ασυνήθιστο ταλέντο  στην ανίχνευση καταπιεσμένου υλικού, ανασύνθεσε όλα τα προσφερόμενα στοιχεία που βρήκε μέσα στο πεδίο των ανασκαφών του στο χαμένο οικοδόμημα. Βρήκε τις επιθυμίες και τις άμυνες του πελάτη του και κατάλαβε ότι πίσω από το σύμπτωμα, πίσω από την ορατή εκδήλωση της αόρατης ασθένειας υπάρχει μια κρυμμένη ασυνείδητη σύγκρουση. Βρήκε ότι το έκζεμα του πελάτη του είναι η σωματική εκδήλωση μιας υποσυνείδητης σύγκρουσης.

Ο ψυχαναλυτής γνωρίζει ότι τα συμπτώματα έχουν ένα νόημα και ότι ο πελάτης του αποκαλύπτει μ’ αυτό τη σεξουαλική του πραγματικότητα.

Έχοντας στο μυαλό του την ερμηνεία αυτή, απευθυνόμενος στον πελάτη του, λέει:

-Πιστεύω ότι η υπόθεσή σας έχει σχέση με την αρρώστια των ασκητών, που είναι πολύ σπάνια στις μέρες μας. Όσον καιρό μένετε στη Βιέννη, η μάσκα αυτή θα είναι κολλημένη στο πρόσωπό σας, είπε δείχνοντας με το χέρι του το πρόσωπο του πελάτη του. Οι ασκητές που ζούσαν στην έρημο Θηβαΐδα και η ψυχή τους είχε επιβληθεί πάνω στο σώμα τους, όταν ένιωθαν τη δύναμη της πορνείας να τους καβαλλικεύει και έτρεχαν στην πολιτεία να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, έβλεπαν το κορμί τους να σκεπάζεται από τέτοια στίγματα σαν τα δικά σας και δεν ήταν βέβαια λέπρα. Πώς να παρουσιαστούν με τέτοιο πρόσωπο σε γυναίκα, ποια γυναίκα θα μπορούσε να τους αγγίξει; Έτρεχαν λοιπόν πίσω στην έρημο και δόξαζαν τον Θεό, που τους γλίτωσε από την αμαρτία. Ο Θεός τότε τους συχωρούσε και έβγαζε από το κορμί τους τη λέπρα. Επειδή κι εσείς πιστεύετε ότι, το να κοιμηθείς με γυναίκα είναι θανάσιμη αμαρτία, η ψυχή σας δεν αφήνει το σώμα σας ν’ αμαρτήσει. Στην εποχή μας, τέτοιοι άνθρωποι που να επιβάλλονται στο σώμα τους, δεν υπάρχουν πια.

Ο Καζαντζάκης δεν πίστεψε όλα αυτα που άκουσε από τον καθηγητή. Είχε και αυτός διαβάσει τα συναξάρια και κάτι του θύμιζε αυτή η ιστορία με τους ασκητές. Δεν πίστεψε ότι θα συνέβαινε σε αυτόν κάτι ανάλογο.

Χάρηκε όμως, όταν άκουσε από τον καθηγητή ότι αυτό που έχει δεν είναι λέπρα, κάτι που τον φόβιζε αρκετά.

-Είστε συγχυσμένος, άκουσε τη φωνή του καθηγητή να του λέει ενώ αυτός σκεφτόταν τη Γαλάτεια και τη Φρίντα. Αγαπάτε και επιθυμείτε τη γυναίκα σας, αλλά λόγω του ότι είστε μακριά ο ένας από τον άλλον και υπάρχει εκ μέρους σας έντονη επιθυμία να έρθετε σε επαφή με γυναικείο σώμα, όπως συνέβαινε με τους ασκητές, τρέξατε στον κινηματογράφο να συναντήσετε μια τυχαία γυναίκα, τη Φρίντα, για να ικανοποιήσετε τις σεξουαλικές σας ανάγκες. Η έντονη θρησκευτικότητα και η γυναίκα σας δεν σας επέτρεψαν να ολοκληρώσετε την επιθυμία σας. Σας δημιούργησαν ενοχές και δεν άφησαν το σώμα σας ν’ αμαρτήσει.

Άλλη μια περίπτωση σαν τη δική σας έχω συναντήσει μέχρι σήμερα στην επαγγελματική μου ζωή. Ίσως, αν φεύγατε από τη Βιέννη και δε σκεπτόσασταν τη Φρίντα, το σύμπτωμά σας να εξαφανιζόταν.

Ενώ μιλούσε ο καθηγητής η σκέψη του Καζαντζάκη έτρεξε στην Ελλάδα, σκέφτηκε τη Γαλάτεια. Δεν ήξερε τι του συνέβαινε και ήταν τόσο συγχυσμένος. Τη γυναίκα του την αγαπά, αλλά επιθυμεί και τη Φρίντα.

Σ’ όλα τα γράμματά του προς τη Γαλάτεια, την προσκαλεί να έρθει στη Βιέννη. Άρα, τότε τι δουλειά έχει στη ζωή του η Φρίντα; Επιθυμεί μια οποιαδήποτε Φρίντα, το άρωμά της, τα μαλλιά της.

Η έλξη που ένιωθε για τη Φρίντα, τί είναι;

Είναι ο δαίμονας που τον έχει καβαλικέψει και ζητά διέξοδο.

Όμως μια δυνατή ψυχή, όπως η δική του, προσπαθεί να επιβληθεί επί του σώματός του και δεν του επιτρέπει να συνεχίσει. Η επιθυμία του αναστέλλεται και ψυχικές συγκρούσεις τον κυριεύουν, που αναδύονται στην επιφάνεια, στο πρόσωπό του ως μάσκα.

Η πρώτη συνάντηση με τον ψυχαναλυτή τελείωσε.

Φεύγει πεισματωμένος και δεν πιστεύει τίποτα απ’ όσα  έχει ακούσει.

Σ’ όλο το δρόμο σκέφτεται τα λόγια του καθηγητή.

Άκου εκεί, όσο θα μένω στη Βιέννη θα έχω αυτό το πρόβλημα και αν φύγω, θα γίνω καλά! Όχι, θα μείνω και θα γιάνω!

Αυτά έλεγε στον εαυτό του μέχρι να φτάσει στην pension.

Δυο πράγματα τον κρατούν στη Βιέννη. Η Φρίντα, αυτή η άγνωστη και επιθυμητή  κοπέλα και η γυναίκα του που την περιμένει να έρθει και πλάθει όνειρα να φύγουν  για τη Γερμανία·  να κάνουν το ταξίδι αυτό μαζί.

Τη Γαλάτεια την αγαπά βαθιά, απελπισμένα, στον κόσμο δεν αγαπά άλλη τόσο όσο αυτή.

Φθάνοντας στην pension, ανοίγει την πόρτα του δωματίου και μπαίνει μέσα. Κάθεται στο γραφείο του και ξαναγράφει το ίδιο τηλεγράφημα: «Δεν μπορώ σήμερα, θα ’ρθω αύριο». Μετά φωνάζει την υπηρέτρια και της το δίνει, για να το στείλει.

Επιστρέφοντας στην πολυθρόνα του, αντικρίζει το πρόσωπό του στον καθρέπτη της μιας ντουλάπας, από τις δυο που έχει στο δωμάτιο. Γυρίζει το πρόσωπό του από την άλλη μεριά, αλλά πάλι αντικρίζει την αρρώστια του στον καθρέπτη της άλλης ντουλάπας. Το έκζεμα έχει

υποχωρήσει από τα χείλη και το πιγούνι και ανεβαίνει γύρω στα μάτια και στο μέτωπο.

Είναι βασανιστικό γι’ αυτόν, γιατί όλα, ακόμα και στο δωμάτιό του, δείχνουν την αρρώστια του.

 

Ήταν η 12η Ιουνίου του 1922. Εκείνο το πρωινό ο Καζαντζάκης, βγήκε από την pension. Λόγω του εκζέματος δεν ξυριζόταν και απέφευγε τον ήλιο. Με χαρά όμως ανάπνεε και αισθανόταν την ευτυχία, να έχεις την υγεία σου και να είσαι γερός. Να μη μισείς κανέναν· να έχεις μπροστά σου ένα μεγάλο σκοπό και να προσπαθείς να τον φτάσεις.

Συνηθίζει πάντα να βγαίνει πολύ νωρίς το πρωί. Ξυπνά στις 5 και του αρέσει να ανακατεύεται με τους ανθρώπους, που πηγαίνουν στη δουλειά τους. Του αρέσει να τους βλέπει να περπατούν ανά τετράδες και ν’ ακούει τα βήματά τους, σαν να είναι στρατός, να διαβάζουν την εργατική εφημερίδα και να μιλούν.

Η έξοδός του από την pension είναι ένας τρόπος, για να καταπολεμήσει τη μοναξιά του. Τη μοναξιά αυτή θέλει να την επεξεργαστεί σε ένα ρομάντζο με τίτλο «Ένας χρόνος μοναξιά». Τον απασχολεί ακόμα η συγγραφή της έμμετρης τραγωδίας «Βούδας» αλλά σχεδιάζει και την Ασκητική.

Όλα αυτά είναι σκέψεις που έρχονται στο μυαλό του ενώ περπατά στους δρόμους της Βιέννης.

Όταν φτάνει στην Κέρτνερστρασε, στον εμπορικό δρόμο της Βιέννης, τα μάτια του δε χορταίνουν  την ποικιλία των εκθεμάτων στα καταστήματα που επισκέπτεται. Αυτό που προσελκύει την προσοχή του σε ένα κατάστημα παλαιών ειδών, είναι μια παλιά γκραβούρα της Κέρκυρας. Αφού την επεξεργάζεται με προσοχή, την αγοράζει και τραβά το δρόμο για την pension.

Στον δρόμο συναντά  ένα εξαίσιο κτίριο που τον καλεί να μπει. Στην είσοδό του γράφει «Café Central» από το 1860.

Αποφασίζει να μπει  μέσα, για να πάρει ένα βιεννέζικο καφέ.

Ο ήχος από ένα πιάνο και ένα βιολί που έπαιζαν την 1η συμφωνία  του αυστριακού μουσουργού Γκούσταβ Μάλερ στην άκρη της αίθουσας, τράβηξε την προσοχή του.

Κάθισε σε ένα στρογγυλό τραπέζι κοντά στο πιάνο, παρήγγειλε  έναν καφέ και άρχισε να τον απολαμβάνει. Το πιάνο συνέχισε με έργα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ αλλά και του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν. Άλλωστε πώς ήταν δυνατόν να λείπουν οι καλλιτέχνες αυτοί από την πόλη της μουσικής!

Στα διπλανά τραπέζια ο κόσμος συνομιλεί έντονα. Συζητά για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση αλλά και για τα δρώμενα της πόλης.

-Αχ! και να βρισκόταν η Γαλάτεια σήμερα εδώ, σιγοψιθύρισε. Θ’ ακούγαμε μαζί τη μουσική

από το πιάνο και τους διαλόγους από τα διπλανά τραπέζια.

Είχε τόσο την ανάγκη να της πιάσει το χέρι και να συνομιλήσει μαζί της! Κάθε μέρα τού λείπει και περισσότερο.

Ένα όμως γεγονός που τραβά την προσοχή του είναι ότι αρκετοί θαμώνες του Café Central γράφουν σημειώσεις πίνοντας τον καφέ τους. Από το παρουσιαστικό τους φαίνεται ότι είναι συγγραφείς και ότι ο χώρος αυτός είναι τόπος συνάντησης διαφόρων προσωπικοτήτων.

Βγάζει το σημειωματάριο από την τσέπη του σακακιού του και αρχίζει να γράφει στη Γαλάτεια. Της γράφει για τη μοναξιά  που καθημερινά βιώνει.

Τις μέρες  αυτές, η μοναξιά τον κυριαρχεί. Αισθάνεται ένα είδος απόρριψης από τη Γαλάτεια και φοβάται να της το εκφράσει στις επιστολές του. Δεν είναι σίγουρος  για τα αισθήματά της και, λόγω της απόστασης που τους χωρίζει, νιώθει ότι απομακρύνεται απ’ αυτόν. Δε θέλει να επιβεβαιώσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του και γι’ αυτό στις επιστολές του αρκείται στο να τη ρωτά πότε θα τον επισκεφτεί, γιατί νομίζει ότι έτσι θα αποτρέψει τον χωρισμό ή τουλάχιστον θα τον αναβάλει.

Το επόμενο πρωινό, ξεκίνησε για το γραφείο του ψυχαναλυτή. Βιάζεται να βρει λύση στο πρόβλημά του.

Ο καιρός είναι βροχερός και όλα είναι σκοτεινά. Ακόμα και η ψυχή του είναι μαύρη. Το σύννεφο που σκεπάζει την πόλη, σκεπάζει και την ψυχή του.

Με γρήγορο βηματισμό φθάνει στον προορισμό του.

Το ραντεβού είναι προγραμματισμένο για τις εννέα το πρωί και έχει μεγάλη ανησυχία.

Έχει σκοπό να μιλήσει ανοικτά στον καθηγητή και να τελειώνει με το βάσανό του.

Φθάνοντας νωρίτερα στον προορισμό του δεν περιμένει, γιατί η πόρτα του γραφείου του καθηγητή άνοιξε και μια πολύ όμορφη γυναίκα εξήλθε, με σκυμμένο το κεφάλι, σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσει κανένας.

Το βλέμμα του Καζαντζάκη καρφώθηκε πάνω της.

Η γυναίκα αυτή του θύμισε τη Γαλάτεια. Ο τρόπος που περπατούσε, το ντύσιμό της αλλά και το φευγαλέο βλέμμα της που έπεσε πάνω του, τι άραγε να σήμαινε;

Ίσως να την ενόχλησε το πρόσωπό μου, σκέφτηκε, μα τόσο αποκρουστικό είναι;

Πώς θα με δει η Φρίντα; Και αν έρθει η Γαλάτεια; Καλύτερα μην έρθει τώρα. Να έρθει αργότερα, όταν θα έχω γιάνει.

Όμως την αναζητά.

-Αχ, και να ’ταν αυτή! Δε θα χρειαζόμουν τον καθηγητή, θα έγιανα μόνος μου, σκέφτηκε.

Η όμορφη γυναίκα απομακρύνθηκε με γρήγορο βηματισμό, όταν αντιλήφτηκε με την άκρη του ματιού του το νεύμα που του έκανε ο καθηγητής, χαμογελαστός, να περάσει στο γραφείο του.

Βιαζόταν, σε αντίθεση με την πρώτη του επίσκεψη. Είχε σκοπό να μιλήσει στον καθηγητή ανοικτά και όλα τα είχε βάλει σε μια σειρά, έτσι που να μη ξεχάσει τίποτα.

-Η κυρία που μόλις έφυγε, σας είναι γνωστή; τον ρώτησε ο καθηγητής. Δείξατε σα να την γνωρίζετε και το επίμονο βλέμμα σας πάνω της, μάλλον την έκανε να μην αισθάνεται καλά.

-Ξέρετε…για μια στιγμή νόμισα ότι ήταν η γυναίκα μου, το βάδισμά της, τα ρούχα της, μεγάλη ομοιότητα, απάντησε ο Καζαντζάκης.

-Προφανώς παρασυρθήκατε από την επιθυμία σας, είπε ο καθηγητής και ο Καζαντζάκης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

Κάθισε στην πολυθρόνα και περίμενε να του δώσει τον λόγο.

-Πώς περάσατε τις μέρες αυτές στην πόλη μας, τη βρήκατε ενδιαφέρουσα; Με το θέμα μας τι αποφασίσατε; σκέπτεστε να φύγετε από τη Βιέννη;

Βλέπω στο πρόσωπό σας, δεν έχει επέλθει καμία αλλαγή. Αν δε δεχτείτε ότι τα αίτια του προβλήματός σας είναι ψυχικά, θα βασανίζεστε για αρκετό καιρό. Ξεκαθαρίστε μέσα σας τι θέλετε,  για να απαλλαγείτε μια και καλή από το πρόβλημά σας.

-Αυτό που με κρατά στην πόλη σας, είναι η αναμονή της συντρόφου  μου από την Ελλάδα, για να πάμε μαζί στη Γερμανία. Θέλω να δει και αυτή τη θαυμάσια πόλη σας, είπε ο Καζαντζάκης αποφεύγοντας την άμεση απάντηση.

-Δεν είναι μόνο αυτό, είναι και η Φρίντα, που σας έχει αναστατώσει και σε συνδυασμό με τη θρησκευτικότητά σας που θεωρεί ότι αν κοιμηθείς με γυναίκα είναι αμαρτία, δε σας επιτρέπει να αμαρτήσετε. Υπάρχει μέσα σας σύγχυση που πρέπει να τη διαλευκάνετε, για να τελειώσετε οριστικά με το πρόβλημά σας. Υπάρχει μέσα σας ταυτόχρονα επιθυμία αλλά και αντίσταση προς αυτήν τη γυναίκα, απάντησε ο καθηγητής, επαναφέροντάς τον στη συζήτησή τους.

-Κύριε καθηγητά, οφείλω να σας πω ότι τις προηγούμενες μέρες, επισκέφτηκα κι άλλους γιατρούς, οι οποίοι μου χορήγησαν φάρμακα, για να γιάνω χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αρχίζω να πιστεύω στα λόγια σας ότι η αρρώστια μου έχει ψυχικά αίτια. Δε σας κρύβω ότι διαβάζω το βιβλίο του S.Freud « Η ερμηνεία των ονείρων» και με βοηθά πάρα πολύ στο να σκέπτομαι προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το πρόσωπο του καθηγητή κοκκίνισε ελαφρώς. Δεν ήθελε στο γραφείο του να ακουστεί το όνομα του S.Freud, γιατί του θύμιζε τη ρήξη, του προ πολλών ετών, με τον καθηγητή του.

-Πολύ καλά σκέφτεστε. Τώρα, θα σας είναι ευκολότερο να αποδεχτείτε τις συμβουλές μου. Ακούστε όμως προσεκτικά αυτό που θα σας διηγηθώ: μια Βιεννέζα, πολύ τίμια, αγαπούσε τον άντρα της, που  ήταν στο μέτωπο. Η κυρία αυτή έτυχε να συναντήσει έναν νέο και να τον αγαπήσει. Ήταν έτοιμη να του δοθεί, αλλά η ψυχή της ξαφνικά επαναστάτησε, αντιστάθηκε και το πρόσωπό της φούσκωσε, όπως το δικό σας. Απελπισμένη, ήρθε και με βρήκε· την καθησύχασα. Όταν θα γυρίσει ο άνδρας σας από τον πόλεμο, της είπα, θα γιάνετε. Και πράγματι μόλις γύρισε ο άνδρας της από τον πόλεμο, δηλαδή πέρασε ο κίνδυνος της αμαρτίας, το πρόσωπό της ξαναβρήκε την ομορφιά του. Το ίδιο και εσείς· θα γιάνετε, όταν φύγετε από τη Βιέννη και αφήσετε πίσω σας τη Φρίντα.

Ο καθηγητής Stekel, σηκώνεται από το γραφείο του και πηγαίνει προς τη βιβλιοθήκη του· παίρνει ένα βιβλίο  και στρέφεται προς τον πελάτη του:

-Θα σας δώσω αυτό το βιβλίο που το έχω γράψει εγώ και θέλω να το μελετήσετε. Θα σας βοηθήσει, να ξεπεράσετε τις αντιστάσεις σας και να βρείτε λυτρωμό.

Ο Καζαντζάκης πήρε στα χέρια του το βιβλίο που του πρόσφερε ο καθηγητής.

-Σας ευχαριστώ πολύ, υπόσχομαι ότι από απόψε θ’ αρχίσω να το μελετώ και ελπίζω να βρω λύση στο πρόβλημά μου.

Σηκώθηκε, πήρε στα χέρια το σακάκι του, χαιρέτισε τον καθηγητή και έφυγε κρατώντας σφιχτά στο χέρι του το καινούριο του βιβλίο.

 

20 Ιουνίου 1922. Σήμερα ο Καζαντζάκης είναι διπλά χαρούμενος. Έχει λάβει γράμμα από τη Γαλάτεια αλλά και από το φίλο του Λευτέρη Δανιηλίδη.

Σε επιστολή που είχε στείλει στο φίλο του, του πρότεινε να εκδώσουν από κοινού, στη Βιέννη και στο Βερολίνο, ένα κομμουνιστικό περιοδικό και να το στέλνουν στην Ελλάδα. Η απάντηση, αν και καθυστερημένη, είναι θετική.

Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που είναι λοιπόν χαρούμενος, γιατί ο Δανιηλίδης είναι ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να συνεργαστεί μαζί του.

Ο δεύτερος λόγος  είναι η επιστολή που έλαβε από τη γυναίκα του·  θέλει να της απαντήσει  άμεσα.

Βρήκε αμέσως το χρόνο. Την ενημέρωσε για τα καθημερινά του προβλήματα, τα σχέδιά του για το μέλλον τους και στο τέλος υπέγραψε με το αρχικό γράμμα του ονόματος του, το Ν.

Παρέμεινε σκεφτικός, κάτι έλειπε από το κείμενο.  Θέλει  να εξομολογηθεί στη γυναίκα του και να εκφράσει τον έρωτά του προς αυτήν. Γρήγορα,  βρίσκει  τα λόγια:

«Cherie, μια λέξη ακόμα. Δεν ξέρω πώς να Σου το πω· που ντρέπουμαι· πως ποτέ μου δε Σ’ αγάπησα τόσο βαθιά, τόσο απελπισμένα, όσο τώρα. Μου λες πως νιώθεις πως είμαι τώρα  πολύ μακριά Σου. Στον κόσμο εγώ κανένα άλλο δεν αγαπώ από Σένα. Είσαι η μόνη ατομική υπόσταση που με συγκινεί έως θανάτου… Το πρόσωπο Σου θα’ θελα πάντα να βλέπω, αιώνια, να μη χαθεί από τα μάτια μου όλη η δύναμη, η ζωή, ο έρωτας του προσώπου Σου. Είσαι το μόνο άγιο πρόσωπο μέσα στο χάος του Θεού. Δεν ξέρω πώς να λέω λόγια τρυφερά, δεν ξέρω πώς να Σου μιλήσω για να νιώσεις, για μια στιγμή, πόσο Σ’ αγαπώ».

 

Το πρωινό της εβδόμης Αυγούστου ήταν δροσερό. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς καλά και θα πήγαινε στο γραφείο του καθηγητή, για να τον ευχαριστήσει για τη συνεργασία που είχαν. Στη συνέχεια, θα έκανε μια βόλτα στα καταστήματα, για ν’ αγοράσει δώρα που θα έστελνε στη Γαλάτεια με το φίλο του Δημητράτο, που θα ερχόταν από τη Λειψία γι’ αυτό το λόγο.

Περπατώντας με το κεφάλι ψηλά, όπως συνήθιζε, έφτασε στο γραφείο του καθηγητή. Βρήκε την πόρτα ανοικτή, την έσπρωξε και κοίταξε μέσα. Ο καθηγητής καθόταν στο γραφείο του και ξεφύλλιζε ένα βιβλίο. Την ώρα αυτή δεν είχε ραντεβού και αντιλαμβανόμενος τον

πελάτη του, του κάνει νόημα με το χέρι  να περάσει μέσα.

Ο Καζαντζάκης, χαρούμενος τον καλημερίζει και κάθεται στη γνωστή πολυθρόνα.

-Ποιος καλός άνεμος σας φέρνει απ’ εδώ; Νομίζω δεν έχομε προγραμματισμένο ραντεβού για σήμερα, απευθύνθηκε σε αυτόν ο καθηγητής, κοιτάζοντας το σημειωματάριο των ραντεβού του.

-Βέβαια, δεν έχουμε κάτι προγραμματισμένο, όμως η αλλαγή στο πρόσωπό μου με φέρνει εδώ.

-Το βλέπω, η αλλαγή είναι αρκετά εμφανής και ικανοποιητική. Φαίνεται ότι συνηθίζετε στην ιδέα να φύγετε από τη Βιέννη. Θα γίνετε εντελώς καλά, όταν πάρετε το τρένο και ξεχάσετε τη Φρίντα. Σε τρεις μέρες θα έχετε γιάνει εντελώς.

Ο Καζαντζάκης χαμογέλασε, έσκυψε το κεφάλι και με νόημα τού έδωσε να καταλάβει ότι συμφωνούσε μαζί του. Σηκώθηκε από το κάθισμά του, έδωσε το χέρι του στον καθηγητή, για να τον ευχαριστήσει για τη βοήθεια που του πρόσφερε και να τον αποχαιρετήσει.

-Μη ζητάτε την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ο άνθρωπος ζει, χαίρεται, λυπάται, αγωνίζεται, παντρεύεται, κάνει παιδιά, χωρίς να χάνει τον καιρό του να ρωτάει από πού και κατά πού και γιατί, του είπε ο καθηγητής και του ευχήθηκε καλό ταξίδι.

 

Έχει πια μεσημεριάσει και ο Καζαντζάκης περιφέρεται στην Μαριαχίλφερστράσε της Βιέννης, όπου υπάρχει πληθώρα εμπορικών μαγαζιών. Εδώ βρίσκεις ό,τι καινούργιο έρχεται από την Αμερική.

Σταματά σε μια βιτρίνα, όπου υπάρχουν εκτεθειμένα γυναικεία παπούτσια. Το βλέμμα του πέφτει σε δυο ζεύγη, το ένα είναι μυτερό και ραφτό και το άλλο αμερικάνικο, χρώματος λαδί σκούρο και τα δύο.

Αγοράζει και τα δύο, για να τα στείλει στην Αθήνα, στην αγαπημένη του.

Οι αγορές της ημέρας συμπληρώθηκαν με χαρτί επιστολών, γυναικεία γάντια και κάλτσες, όλα για τη Γαλάτεια.

Επιστρέφοντας στην pension, αισθάνθηκε κούραση και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, για να ξεκουραστεί. Το απόγευμα έχει σκοπό να γράψει μια επιστολή στη Γαλάτεια, για να την πληροφορήσει για τα δώρα που αγόρασε, να της εκφράσει την αγάπη του  αλλά και την επιθυμία του, τώρα που η Γαλάτεια θα πήγαινε στην Κρήτη, να επισκεφτεί τον πατέρα του. Θέλει να την κάνει να πιστέψει ότι θα τον αγαπήσει.

Τις τελευταίες μέρες, η σκέψη του πηγαίνει διαρκώς στον πατέρα του. Τον αναζητά και επιζητεί μια συνάντηση της Γαλάτειας μαζί του, αλλά γνωρίζει εκ των προτέρων ότι αυτόείναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί.

Παίρνει στα χέρια του ένα μολύβι και ένα χαρτί επιστολών και αρχίζει να γράφει.

…Αχ! πώς Σε ζηλεύω! Κρήτη! Σε παρακαλώ πήγαινε συχνά στο μετόχι, το δειλινό, να βλέπεις το γέρο Λαέρτη. Είμαι βέβαιος, θα του κάμει μεγάλο καλό. Είναι στο είδος του άνθρωπος πολύ ενδιαφέρων. Θα τον αγαπήσεις, έτσι, στη φοβερή μοναξιά που περικύκλωσε τον εαυτό του σαν Κύκλωπας. Κόψε από το αμπέλι μας πολλά πολλά σταφύλια, λαδακινά που αγαπώ. Θα Σου δείξουν τις κουρμούλες …Σου γράφω βιαστικά για να’χεις μια λέξη μου στο Ηράκλειο…Φωτογραφήσου με Λευτέρη, Αλέκο, κ.λ.π. και στείλε μου πολλές φωτογραφίες. Αχ! να ’ταν και με τον πατέρα μου!

 

Οι μέρες περνούν γρήγορα, αλλά η Φρίντα δεν ξεχνιέται και κάθε μέρα στέλνει το ίδιο τηλεγράφημα προς αυτήν:

«Δεν μπορώ σήμερα, θα ’ρθω αύριο» Το αύριο όμως βρίσκεται μακριά, γιατί η μάσκα στο πρόσωπό του επανέρχεται.

Aυτό  το πρωινό σηκώθηκε αποφασισμένος. Θέλει να φύγει.

Παίρνει τη βαλίτσα του, τοποθετεί μέσα τα πράγματά του, κατεβαίνει τη σκάλα της pension, βγαίνει στο δρόμο και τραβάει για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Θα πάει στο Βερολίνο. Δε θα περιμένει άλλο τη Γαλάτεια στη Βιέννη αλλά ούτε και τη Φρίντα θα συναντήσει. Θέλει να τελειώσει μια και καλή με το πρόβλημά του.

Ένα δροσερό αεράκι δρόσισε το πρόσωπό του και απάλυνε τις πληγές του. Όσο προχωρά και πλησιάζει στον σταθμό, νιώθει το πρόσωπό του ν’ αλαφρώνει, τα μάτια του να λευτερώνονται και ν’ ανοίγουν και τα χείλια του να ξεπρήζονται. Από τη χαρά του άρχισε σαν μικρό παιδί να σφυρίζει και το δροσερό αεράκι περνούσε πάνω από το πρόσωπό του, σαν χάδι.

Φθάνοντας στον σταθμό, βγάζει από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα μικρό καθρέπτη και κοιτάζει το πρόσωπό του. Παίρνει μεγάλη χαρά, το πρόσωπό του έχει ξεπρηστεί και επανέρχονται σ’ αυτό τα παλιά του χαρακτηριστικά.

Τότε θυμήθηκε τα λόγια του ψυχαναλυτή : «θα γιάνετε όταν φύγετε από τη Βιέννη κι αφήσετε πίσω σας τη Φρίντα».

Ο Καζαντζάκης τη μέρα αυτή συνειδητοποιεί πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό και επικίνδυνο και ότι έχουμε μέσα μας μια δύναμη παντοδύναμη, που δε τολμούμε να τη μεταχειριστούμε.

Η ψυχανάλυση τον βοήθησε να καταλάβει ότι τίποτα δεν υπάρχει, τόσο να μοιάζει με το Θεό, όσο η ψυχή του ανθρώπου.

 

Στο Βερολίνο, θα προσπαθήσει να βάλει μια τάξη στον εαυτό του. Οι εσωτερικές του συγκρούσεις στη Βιέννη τον έχουν κουράσει, αλλά η μάχη μέσα του, μεταξύ του Βούδα και του Κρητικού που σήκωσε κεφάλι, δεν έλεγε να σταματήσει.

Είναι Οκτώβρης, χιονίζει και κάνει πολύ κρύο. Ο Καζαντζάκης γυρίζει στους μονότονους δρόμους του Βερολίνου· σε μια μεγάλη πόρτα διαβάζει : « Συνέδριο Αναμορφωτών της Παιδείας» και μπαίνει μέσα. Ψάχνει με το μάτι να βρει μια άδεια θέση και ξαφνικά μια μπλούζα πορτοκαλιά λάμπει ανάμεσα σε γκρίζα και μαύρα σακάκια και όπως το έντομο έλκεται από το χρώμα του λουλουδιού, έτσι και αυτός κινείται προς την κοπέλα με την πορτοκαλιά μπλούζα και κάθεται δίπλα της στην ελεύθερη θέση.

Τη λένε Σαρίτα,  έχει τεράστια μαύρα αμυγδαλωτά μάτια με ελαφρές πανάδες στο πρόσωπο και η σάρκα της μελαχρινή, σαν παλιό κεχριμπάρι.

Κάτι πάλι ξύπνησε μέσα του.

Ένιωσε μια ανακούφιση από το ξύπνημα αυτό. Ο Βούδας δεν τον έχει κυριεύσει ακόμα και αρνείται να του παραδοθεί.

Ο πρόγονος μέσα του ξυπνά, όπως και στον κινηματογράφο της Βιέννης και αμέσως επιζητεί να πιάσει κουβέντα με τη Σαρίτα.

Έχει τόση αυτοπεποίθηση, που θεωρεί δεδομένη τη θετική απάντησή της.

Σκύβει και τη ρωτά.

-Πάμε να περπατήσουμε λίγο; Εδώ μέσα πλάνταξα.

Η Σαρίτα κοκκίνισε, αλλά απάντησε θετικά, σηκώθηκε από το κάθισμά της και αποκρινόμενη σ ’αυτόν με αποφασιστικότητα, του λέει.

- Πάμε.

Στον δρόμο που περπατούσαν άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά της.

Τις επόμενες ώρες τις πέρασαν μαζί σε ένα εστιατόριο, τρώγοντας ζεστή σούπα και συζητώντας για τη θρησκεία τους. Η Σαρίτα είναι Εβραία και ο Καζαντζάκης βρίσκεται σε δύσκολη θέση, στο να απαντήσει ποιος είναι ο Θεός του.

Όμως αυτά τώρα δεν έχουν καμία σημασία. Η επιθυμία για γυναικεία σάρκα είναι αυτό που μετρά αυτήν τη στιγμή.

Οι ενοχές  τον κυριεύουν. Στο μυαλό του κυριαρχεί ο Βούδας που προσπαθεί  να τον αποτρέψει από τη Σαρίτα.

Την άλλη μέρα ξαναπηγαίνει με έντονη επιθυμία στο συνέδριο, για να τη συναντήσει. Όμως βλέποντάς την προσπαθεί να την αποφύγει. Η πάλη μέσα του δεν έχει όρια. Σύγκρουση που κρατά από τη Βιέννη με τη Φρίντα, αλλά εδώ με διαφορετικό πρόσωπο, τη Σαρίτα.

Ο Βούδας καθισμένος στην κορυφή του βουνού, χαμογελαστός και καλοσυνάτος, ξόρκισε τον πειρασμό και η Σαρίτα ολοένα μετατοπιζόταν, μίκραινε και έσβησε.

 

Πέρασαν μερικές μέρες ασκητικής ζωής και θέλησε να ξεμουδιάσει.

Βρέθηκε σε μια σάλα χορού, που μονάχα η σκηνή ήταν φωτισμένη. Ένα ζευγάρι στροβιλιζόταν σ’ ένα ερωτικό χορό και θύμισε στον Καζαντζάκη τους προγόνους του που ζητούν απ’ αυτόν να ζήσει και να χαρεί τη ζωή μακριά από το Βούδα.

Τις επόμενες μέρες στο Εθνολογικό Μουσείο, όπου εκτίθεντο αφρικανικές μάσκες, γνωρίστηκε με μια Εβραία, την Ίτκα, που μόλις είχε γυρίσει απ΄ τη Ρωσία.

Βιαζόταν και αυτή να γνωρίσει τον σαρκικό έρωτα.

Μετά από πολύωρο περπάτημα στη βροχή, και όταν πια είχε βραδιάσει, η Ίτκα του πρότεινε να πάνε στο δωμάτιό της.

Εκεί, τον γνωρίζει με τις τρεις φιλενάδες της, τη Ντίνα, τη Λεία και τη Ρόζα. Εβραίες οι δύο πρώτες, Βιεννέζα η τρίτη.

Τέσσερις άγριες ψυχές γύρω του. Ανάμεικτα συναισθήματα. Ντροπή και φόβος. Επιθυμία και σύγκρουση.

Κάθισαν χάμω σε μαξιλάρια και τα γόνατά τους αγγίζουνταν.

«Αλήθεια τί γυρεύει ο Βούδας, τί μπορεί να ελπίζει ο Βούδας στην Κρήτη;»

Τώρα, είναι ελεύθερος να ζήσει αυτό που του προστάζουν οι πρόγονοί του, μακριά από ψυχικές έγνοιες.

«Τί αλάφρωση είναι αυτή, όταν η σάρκα δεν περιπλεχτεί με ψυχικές έγνοιες παρά απομένει απάνω στη γης, αγνή, αμόλευτη…»

Ο Βούδας, συλλογιζόταν ο Καζαντζάκης, ο Βούδας…και γελούσε.

                                                                                       Ηράκλειο, 18-02-2013


[1]Το κείμενο αυτό αποτελεί μία προσπάθεια προσέγγισης, με μυθιστορηματικό τρόπο της παραμονής του Νίκου Καζαντζάκη στη Βιέννη, το 1922. Η υλοποίηση του ανωτέρω εγχειρήματος πραγματοποιείται μέσα από τα έργα του: ΄΄Αναφορά στον Γκρέκο΄΄, ΄΄Επιστολές προς Γαλάτεια΄΄, ΄΄Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται΄΄ ως επίσης το έργο του S. Freud  ΄΄Η ερμηνεία των ονείρων΄΄ Εκδόσεις Επίκουρος και το ΄΄Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης΄΄ εκδόσεις Κέδρος των J. Laplanche και J-B Pontalis. Μέσα στην εργασία αυτή αναδεικνύεται η εσωτερική σύγκρουση που βίωνε ο Καζαντζάκης λόγω της έντονης θρησκευτικότητάς του, που ερχόταν σε αντίθεση με τις ερωτικές του επιθυμίες. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο  ο αναγνώστης θα συναντήσει μέσα στο κείμενο ορισμένα αυτούσια αποσπάσματα με πλάγια γραφή από τα ανωτέρω έργα που θα τον βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση της σύγκρουσης. Επίσης, μέσα στο  κείμενο, γίνεται προσπάθεια οι διάλογοι να είναι απλοί και κατανοητοί όπως ο Καζαντζάκης τους εμφανίζει στα έργα του.