Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Ενδοψυχικές συγκρούσεις στο έργο του Ν.Καζαντζάκη



Ενδοψυχικές συγκρούσεις στο έργο του Ν.Καζαντζάκη
Ανάλυση μιας προσωπικής ενδοψυχικής σύγκρουσης του Ν.Καζαντζάκη
και η μεταφορά της στο έργο του

Δημήτρης Μιμής
Ψυχολόγος


 

Μάης του 1922. Ο Ν. Καζαντζάκης βρίσκεται στη Βιέννη την οποία έχει επισκεφτεί και την προηγούμενη χρονιά, όπου θα παραμείνει για τρεις μήνες., θα την ξαναεπισκεφθεί στις 28 Ιουνίου του 1956 όπου του απονέμουν το βραβείο Ειρήνης, ένα χρόνο πριν πεθάνει.

Βρίσκεται στην πολιτεία που πάντα θα την θυμάται σαν “γυναίκα αγαπημένη”. Η παραμονή του είναι καθοριστική για τη σχέση με την γυναίκα του Γαλάτεια, η οποία περνά κρίση. Ο Καζαντζάκης ταξίδευε συνεχώς και η Γαλάτεια ζούσε μόνη στην Αθήνα. Στις επιστολές του προς αυτήν, την παρακαλεί να τον επισκεφτεί γιατί όπως αναφέρει αισθάνεται μοναξιά και ζει ολομόναχος(1) . Ήταν που μόλις είχε αναρρώσει από το ατύχημά του στον σταθμό της Βιέννης, όπως περιγράφει στο κεφάλαιο ΚΔ’ στη σελ. 335 στο «Αναφορά στον Γκρέκο» και που στις επιστολές του προς τη Γαλάτεια γραμμένες στη Βιέννη δεν της αναφέρει τέτοιο γεγονός, ίσως για να μην την ανησυχήσει. Την περίοδο αυτή είχε αρκετά φιλοσοφήσει τη ζωή και η ενασχόλησή του με τον Βούδα δεν του έδιναν πολλές ελευθερίες κίνησης.


...Η ψυχή σας-αυτό που λέτε εσείς ψυχή-βυθισμένη στη βουδική κοσμοθεωρία, θαρρεί πως να κοιμηθείς με γυναίκα είναι αμαρτία θανάσιμη˙ δεν αφήνει λοιπόν το σώμα της ν’ αμαρτήσει…του λέει ο καθηγητής Στέκελ (2)όταν τον επισκέφτηκε ο Καζαντζάκης για το έκζεμα του.

Ένα άλλο γεγονός που επέδρασε στην ψυχολογία του την εποχή εκείνη είναι η στεναχώρια που έλαβε από τον φίλο του Σφακιανάκη, όταν δεν τον ακολούθησε στο τωρινό ταξίδι του στη Βιέννη, αθετώντας τα συμφωνημένα.

Στην επιστολή του προς τη Γαλάτεια γράφει: ¨ Μα είμαι μόνος και πνίγομαι μή μπορώντας να μιλήσω για τή συγκίνησή μου. Ο Σφακ. μού ‘κανε μεγάλο κακό, τώρα το νιώθω. Δε θά του γράψω μήτε λέξη, γιατί πρέπει κανείς να μην συχωρά μερικές πράξεις¨


Και σε άλλη επιστολή: ¨Ο Σφακ. μού ‘καμε μεγάλο κακό να μην έρθει.

Ο έμπειρος πάνω στην ψυχή του ανθρώπου αντιλαμβάνεται αμέσως όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα επιφέρουν στον Καζαντζάκη τη νόσο των ασκητών. Η έλλειψη γυναίκας και η επιθυμία γι’ αυτήν, η έντονη θρησκευτικότητα και το αυστηρό Υπερ- Εγώ, η μοναξιά, η εγκατάλειψη είναι μερικές προϋποθέσεις που θα κάνουν τον Καζαντζάκη να βγει προς αναζήτηση γυναίκας.


Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βιέννη, γνωρίζεται σε κινηματογράφο της πόλης με μια κοπέλα, τη Φρίντα, στην οποία προτείνει «να μείνουν την νύχτα ετούτη μαζί» (3) .

Η μοναξιά, η απομόνωση και η απουσία της Γαλάτειας τον οδηγούν στο να θελήσει να συνάψει σχέση με τη Φρίντα, που στη θέση της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα που θα γνώριζε εκείνο το βράδυ.

Ο Καζαντζάκης όμως παρά την ζωντανή επιθυμία για γυναίκα, πάλεψε μέσα του και πήρε ανακούφιση όταν άκουσε την απάντηση στην πρόταση του: « όχι απόψε, δεν μπορώ, αύριο βράδυ». ¨Αλάφρωσα¨ είπε και γρήγορα γρήγορα πήρε το δρόμο κατά το σπίτι, χωρίζοντας από τη Φρίντα.

Πάλεψε μέσα του την επιθυμία για τη Φρίντα και έλαβε ικανοποίηση από την άρνησή της.

Τότε, μια σύγκρουση ψυχική, μια διαμάχη μεταξύ του «Εκείνο» και του «Υπέρ-Εγώ» (4) παρουσιάστηκαν μέσα του και αναδύθηκε το σύμπτωμα, η αρρώστια όπως την αναφέρει ο ίδιος. Η αυτοτιμωρία αυτή αποτέλεσε ένα ευπρόσδεκτο υποσυνείδητο μέσο για ν’ ανακουφίσει την επιθυμία.

Να πώς περιγράφει ο ίδιος στο ¨Αναφορά στον Γκρέκο¨, στη σελ 348 την ενδοψυχική του σύγκρουση:

¨Εκεί που πήγαινα γυρίζοντας σπίτι, άκουγα το αίμα μου ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι μου, η ψυχή μου είχε αγριέψει, ένιωθε πως ήταν το κορμί μου έτοιμο να πέσει στην αμαρτία κι είχε τιναχτεί απάνω γεμάτο περιφρόνηση και θυμό κι αρνιόταν να του δώσει την άδεια...


Μέσα από το κείμενο αυτό συμπεραίνουμε ότι ο Καζαντζάκης είχε ανεπτυγμένο Υπέρ-Εγώ, πολύ αυστηρό, που είναι πάντα έτοιμο να τιμωρήσει.

Η σύγκρουση μεταξύ των δυο στοιχείων του ψυχικού οργάνου(Εκείνο και Υπέρ-Εγώ), είναι τρομερή και το Υπέρ- Εγώ (5) θα υπερισχύσει έναντι του Εκείνο. Τιμωρεί μάλιστα και αυτό φαίνεται από το κείμενο ως εξής:

¨...Το αίμα όλο αναρροούσε και μαζεύονταν στο πρόσωπό μου, κι αγάλια αγάλια καταλάβαινα πως τα χείλια μου, τα μάγουλα, το μέτωπο φούσκωναν ,τα μάτια είχαν τόσο μικράνει, που θα’ χαν γίνει δυο χαραμάδες και με δυσκολία κατόρθωνα να βλέπω.¨

Όλο αυτό το υλικό, της ενδοψυχικής σύγκρουσης και το σύμπτωμα που παρουσιάστηκε, μυθοποιημένο πλέον, το συναντάμε στα έργα  του «Αναφορά στον Γκρέκο» και στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (6) στην περίπτωση του Μανολιού.

Η ομοιότητα των συμπτωμάτων φαίνεται μέσα στη γραφή του και στα δύο κείμενα και γίνεται ολοφάνερη η μεταφορά του πραγματικού γεγονότος από το «Αναφορά στον Γκρέκο» όπου περιγράφει την αρρώστια του στη Βιέννη το 1922, στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στο πρόσωπο του Μανολιού, όταν γράφει το έργο του αρκετά χρόνια αργότερα το 1948 βρισκόμενος στην Αντίμπ. Ο Μανολιός πηγαίνοντας στην Κατερίνα, φοβούμενος την απόρριψή της χρησιμοποιεί το Υπέρ-Εγώ του και ενδυναμώνει τις άμυνες του Εγώ. Το Υπέρ-Εγώ του Μανολιού είναι πανομοιότυπο μ’ αυτό του Καζαντζάκη αλλά και οι περιγραφές της παρουσίασης του εκζέματος στο πρόσωπο του Μανολιού είναι ακριβώς οι ίδιες μ’ αυτές στο πρόσωπο του συγγραφέα.

...¨ξαφνικά ο νους του θόλωσε...το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του…σβούριξε  το μυαλό του, οι φλέβες του λαιμού του φούσκωσαν κι όλο το πρόσωπο του μιρμίδισε¨.¨

Την περιγραφή της παρουσίασης των συμπτωμάτων του Καζαντζάκη,  μυθοποιημένη, τη συναντάμε στο πέμπτο κεφάλαιο στο έργο του « ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Μανολιός διακατεχόμενος από έντονη επιθυμία να πάει στο σπίτι της Κατερίνας (Μαγδαληνή) και σκεπτόμενος το κρεβάτι της και τα λόγια που θα του έλεγε, γιατί αυτός θα ήταν μπερδεμένος όταν θα την αντίκριζε και δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παρουσία του, τέτοια ώρα, στο σπίτι της.

...Έβαλε πάλι το χέρι, έψαξε τα μάγουλα του, τα χείλια του, το πιγούνι του, είχαν πρηστεί και το στόμα είχε ολούθε στριμωχτεί και δεν μπορούσε ν΄ανοίξει.

…όλο του το μούτρο ήταν τούμπανο, μα δεν πονούσε…

…Δεν ήταν τούτο ανθρώπου πρόσωπο, ήταν μια σάρκινη μουτσούνα, απάνθρωπη, αναγουλιαστικιά.

Στη Βιέννη, στην απελπισία του απάνω, λόγω του εκζέματος, έρχονται μνήμες από την παιδική του ηλικία, όταν έβλεπε τους λεπρούς και τη φρίκη που του προξενούσαν. Οι αναμνήσεις αυτές και οι κακές σκέψεις που έκανε γι’ αυτούς τους ανθρώπους τον φόβισαν, τον ενοχοποίησαν (7) . Φοβήθηκε μην πάθει και αυτός την ίδια αρρώστια με τους λεπρούς.

…Έβλεπα συχνά, όταν ήμουν παιδί , στην Κρήτη, γράφει ο Καζαντζάκης, λεπρούς με κατακόκκινα πρησμένα μούτρα που ολοένα μαδούσαν, και θυμήθηκα τί φρίκη μου προξενούσαν κι είχα πει μια μέρα: «Αν ήμουν βασιλιάς, όλους τους λεπρούς θα τους κρεμούσα μια πέτρα στο λαιμό και θα τους έριχνα στη θάλασσα». Μπας και τώρα ο Αόρατος, ένας Αόρατος, θυμήθηκε τον απάνθρωπο λόγο μου και μου ΄πεψε, να με παιδέψει την φριχτή  αρρώστια; (8)

Εδώ βλέπουμε πάλι, τις ενοχές που του προκαλεί το Υπέρ –Εγώ, λόγω των κακών σκέψεων που έκανε για τους λεπρούς…αλλά και τις υποψίες του ότι η αρρώστια του αυτή προέρχεται από την ψυχή του.

Το έκζεμα στο πρόσωπό του θα τον οδηγήσει στον γνωστό ψυχαναλυτή της εποχής εκείνης και μαθητή του S. Freud,  τον W. Stekel. Δεν γνωρίζουμε πλήρως αν ο Καζαντζάκης γνώριζε ότι το έκζεμά του, είχε προέλευση ψυχική ή το ανακάλυψε μετά τις επισκέψεις του στον Στέκελ. Πάντως στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο» βάζει σκέψεις Φροϋδικές στην περιγραφή του, γεγονός που σημαίνει ότι είχε διαβάσει έργα του S. Freud.

Την άποψη αυτή, τη συναντάμε στο ¨ ο Χριστός ξανασταυρώνεται¨ στη σελ. 174 όπου ο Καζαντζάκης με το στόμα του παπά Φώτη λέει στον Μανολιό:

Όλες οι αρρώστιες, παιδί μου, προέρχουνται από την ψυχή. Αυτή κουμαντάρει το σώμα˙ η ψυχή σου θ’ αρρώστησε, Μανολιό, αυτή να γιάνεις! Και το σώμα, θέλοντας και μη, θα ακολουθήσει

Στις επιστολές προς Γαλάτεια ,στην επιστολή 14 γράφει…Στο κρεββάτι διαβάζω όλες τις μέρες τούτες την περίφημη θεωρία του Freud για το ένστιχτο και για τα όνειρα. Θα Σ’ ευχαριστούσε πολύ αν την ήξερες.

Την περίοδο αυτή, επισκεπτόμενος τον Ψυχαναλυτή, τον Καζαντζάκη  τον απασχολούσε ο Βουδισμός και το γράψιμο της Ασκητικής, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε κατάσταση απομόνωσης, λύπης και πνευματικής κόπωσης και η άρνηση της Γαλάτειας να τον επισκεφθεί στη Βιέννη τον προβλημάτιζε αρκετά.

Ο Καζαντζάκης στο γραφείο του W. Stekel έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη διαδικασία του ελεύθερου συνειρμού και της ψυχοθεραπείας, «εξομολόγηση» όπως την ονομάζει, αλλά έρχεται και αντιμέτωπος με την ψυχαναλυτική διάγνωση, τη ¨αρρώστια των ασκητών¨, τη ¨σεξουαλική μάσκα¨.

Ο Στέκελ, ως ειδικός επί των ψυχοσωματικών διαταραχών μέσω της εξομολόγησης , γνώρισε αρκετά για την παιδική ηλικία του Καζαντζάκη.

...Ο σοφός Καθηγητής άρχισε να με ξομολογάειֺτου στόρησα τη ζωή μου, πως από την εφηβική μου ηλικία ζητούσα ένα δρόμο λύτρωσης…(Αναφορά στο Γκρέκο σελ.350) και κατάλαβε πολύ γρήγορα τη διστακτικότητα του Καζαντζάκη να δεχτεί τις ερμηνείες του.
 

Ο Στέκελ, ως εμψυχωτής, δεν ερμήνευσε με καθαρά βιολογικά κριτήρια τα  συμπτώματα του Καζαντζάκη και δεν παρέπεμψε τη θεραπεία και αντιμετώπισή τους με φαρμακευτική αγωγή, ως έκαναν όλοι οι προηγούμενοι γιατροί που επισκέφθηκε ο Καζαντζάκης, αλλά προσπάθησε να κατανοήσει την προσωπικότητα και τη δομή του ασθενή του (Χριστός, Βούδας) ωθώντας τον στις επιστολές του προς τη Γαλάτεια να γράφει :

…Έχω γυρίσει όλους τους γιατρούς και μόνο αυτός που Σου έγραψα, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου έχει θαρρώ δίκιο: είναι μια ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται στο σώμα. Ένα είδος, λέει, σαν τις πληγές του Αγ. Φραγκίσκου…

…Οι γιατροί  δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ένας μου είπε, μεγάλος εδώ καθηγητής, πως είναι από λόγους ψυχικούς…

…Ο ψυχολόγος που μ’ εξέτασε έχει δίκιο…

Να πώς περιγράφει ο Καζαντζάκης την ανακοίνωση της διάγνωσής του, από τον Στέκελ και πώς αρχικά την αντιμετώπισε αλλά και πώς πείστηκε για την ύπαρξη του ψυχικού οργάνου

…..-Φτάνει , φτάνει! Μου είπε και χιχίριζε ακόμα σαρκαστικά˙ όσο θα μένετε στη Βιέννη , η μάσκα αυτή θα’ναι κολλημένη στο πρόσωπο σας. Η αρρώστια σας είναι η αρρώστια των ασκητών, έτσι τη λέμε, πολύ σπάνια στην εποχή μας.

.....θα γιάνετε όταν φύγετε από τη Βιέννη κι αφήσετε πίσω σας τη Φρίντα.

Δεν το πίστεψα˙ έφυγα πεισματωμένος. «Παραμύθια επιστημονικά, έλεγα, θα μείνω στη Βιέννη, θα μείνω και θα γιάννω». Έμεινα ακόμα ένα μήνα˙…η μάσκα δεν έλιωνε, κάθε μέρα εξακολουθούσα να στέλνω το τηλεγράφημα στη Φρίντα: «Δεν μπορώ σήμερα, θα’ρθω αύριο». Μα το αύριο αυτό δεν έρχουνταν, βαριέστηκα. Ένα πρωί σηκώθηκα αποφασισμένος: θα φύγω!

…Κι όταν πια έφτασα στο σταθμό κι έβγαλα το καθρεφτάκι από την τσέπη μου και κοίταξα, τι χαρά ήταν εκείνη, τι ευτυχία! Το πρόσωπο μου είχε ολότελα ξεπρηστεί, ξανάρθαν τα παλιά χαρακτηριστικά, η μύτη, το στόμα, τα μάγουλα˙ έφυγε ο δαίμονας, είχα ξαναγίνει άνθρωπος.

Από τη μέρα εκείνη κατάλαβα πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό κι επικίντυνο.


Ο Καζαντζάκης, μέσα από το έργο του, πάλεψε πολλές φορές με την επιθυμία του για γυναίκες. Πάντα όμως υπήρχε η διαμάχη μεταξύ των στοιχείων του ψυχικού οργάνου, με ενοχές αλλά και αντιρρήσεις ως προς τον Βουδισμό.

Έτσι στο Βερολίνο, μετά τη Βιέννη, όταν του ξαναγεννήθηκε η επιθυμία για έρωτα, αναφέρει τα εξής:

…ο κόσμος ετούτος είχε ξάφνου πάρει σάρκα και κόκαλα ,φαίνουνταν πάλι αληθινός, άνοιξαν οι πέντε δίψες στο κορμί μου και φώναζα το Βούδα να’ρθει και να ξορκίσει τον Πειρασμό…

…Το’ ξερα˙ το σταμνάκι αυτό το δικό μου είναι το μικρό αδάμαστο κορμί της Οβραίας˙ αν θέλω και εγώ να σμίξω με το Θεό μου, αυτό το κορμί, που μπαίνει ανάμεσα, πρέπει να εξαφανίσω.

Και όταν η επιθυμία για έρωτα έρχεται δριμύτερη επιθυμεί να εγκαταλείψει το Βούδα:

...Καινούργια ερωτήματα ανέβαιναν μέσα μου, ο αποψινός χορός είχε ανοίξει στο σπλάχνο μου τις παλιές, που θαρρούσα στειρεμένες, πηγές και ένιωθα πως δεν αδειάζουν εύκολα τα σωθικά του Κρητικού.

 

Φοβεροί πρόγονοι μέσα μου, που δεν έφαγαν όσο κρέας, μήτε ήπιαν όσο κρασί λαχτάρησαν, μήτε φίλησαν όσες γυναίκες πεθύμησαν και τώρα τινάζουνται αγριεμένοι και δε με αφήνουν να πεθάνω, για να μην πεθάνουν. Αλήθεια, τι γυρεύει ο Βούδας, τι μπορεί να ελπίζει ο Βούδας στην Κρήτη.(9)

Το πάλευε, λοιπόν ο Καζαντζάκης μέσα του.

Πολλές φορές μέσα στις διηγήσεις του συναντάμε την απομάκρυνσή του από το ερωτογόνο αντικείμενο. Έτσι στην περίπτωση της Ιρλανδτέζας που συνάντησε μέσα στο εκκλησάκι του κρητικού βουνού, αναφέρει:

… άγγιξαν τα χείλια μου το στόμα της, το πρόσωπο της σάπισε θαρρείς, χύθηκε και φάνηκε μια φρικτή, βασανισμένη, λιποθυμισμένη μαϊμού και με κυρίεψε αηδία και φόβος…


Να όμως που στην περίπτωση της Ίτκα της Οβραίας που γνώρισε στο Βερολίνο, ολοκλήρωσε τη φευγαλέα σχέση του ξεπερνώντας τις άμυνες και τις απαγορεύσεις από το Υπέρ-Εγώ αλλά και τον Βούδα που είχε χλωμιάσει μέσα του όπως αναφέρει ο ίδιος:

…μα η Ίτκα μου ΄σφιξε το μπράτσο και μου ΄γνεψε : Μείνε. Έμεινα. Τη νύκτα εκείνη άρχισε να χλωμιάζει μέσα μου το Βούδας˙ τη νύκτα εκείνη ένιωσα πως ο κόσμος δεν είναι φάντασμα, πως το κορμί της γυναίκας είναι ζεστό, σκληρό, γεμάτο αθάνατο νερό και πως  θάνατος δεν υπάρχει.

Έμεινα κάμποσες νύκτες μαζί της ˙…παλεύαμε όλο κορμί σαν ζώα και κατρακυλούσαμε στον ύπνο εξαντλημένοι και χαρούμενοι. Ο Βούδας, συλλογίζουμουν, ο Βούδας και γελούσα.

 

Και παρακάτω ο Καζαντζάκης εξυψώνει τον σαρκικό έρωτα:

…Τι αλάφρωση όταν η σάρκα δεν περιπλεχτεί με ψυχικές έγνοιες παρά απομένει απάνω στη γης, αγνή, αμόλευτη, σαν ζώο!…

Ο Καζαντζάκης, στο έργο του, βλέπουμε ν’ αποφεύγει συχνά την ερωτική επαφή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις να την εξυψώνει. Η Βιέννη γι’ αυτόν γίνεται η αποφυγή του έρωτα, γεμάτη ψυχικές συγκρούσεις και συμπτώματα, ενώ το Βερολίνο γίνεται η εξύψωση του σαρκικού έρωτα, που όμως δεν τον αντέχει.

 

Έτσι παρεμβάλλεται στο κείμενό του αλλά και στη ζωή του ¨η μετουσίωση¨, την οποία συναντάμε στις αναμνήσεις του από το προσκύνημά του στην Ιταλία.

Γιατί ν’ ανοίξει η καρδιά του, όπως γράφει, και να τιναχτεί η Ασίζη; Γιατί να μετουσιώσει τον έρωτα και ν’ ασχοληθεί με δραστηριότητες, φαινομενικά άσχετες προς τη σεξουαλικότητα, τα βαθύτερα ελατήρια των οποίων απορρέουν βέβαια από τη δύναμη της σεξουαλικής ενόρμησης;


Ο Φρόυντ περιέγραψε ως δραστηριότητες μετουσίωσης κυρίως την καλλιτεχνική δραστηριότητα και τις διανοητικές αναζητήσεις(10).

Ο Καζαντζάκης μέσα από τις διανοητικές, φιλοσοφικές, αναζητήσεις, συγκεκριμένα μέσα από τον Βουδισμό αλλά και από την επίσκεψή του στην Ασίζη, προσπαθεί να απωθήσει τις σεξουαλικές ενορμήσεις του και να επιδοθεί στο ανέβασμα της ψυχής του. Αυτός που θα τον βοηθούσε ήταν ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης(11).




 -------------------------------------------------------

 

 (1)Ν. Καζαντάκης: Επιστολές προς τη Γαλάτεια, επιστολη 14, εκδ. ΔΙΦΡΟΣ
 (2) Βίλχελμ Στέκελ, γνωστός ψυχαναλυτής της εποχής, μαθητής του Freud, διευθυντής του περιοδικού    «κεντρική ψυχαναλυτική επιθεώρηση» της Βιέννης ο οποίος το 1912 είχε διωχθεί από τον κύκλο του Freud.
(3)  Ν. Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο, σελ348
(4)  Jean Laplanche et J.-B.Pontalis, “ Vocabulaire de la Psychanalyse”, P.U.F.
 (5) Freud, prychanalyse, texts choisis, P.U.F.-1963
(6) Ν. Καζαντάκης: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, σελ114
(7)Ν. Καζαντζάκης :Αναφορά στο Γκρέκο σελ. 361
(8)Ν. Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο, σελ 349
(9)Ν. Καζαντζάκης:Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 361
(10)Jean Laplanche et J.-B.Pontalis, “ Vocabulaire de la Psychanalyse”, P.U.F.
(11)Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης: Είναι άγιος της καθολικής εκκλησίας, ιδρυτής του Τάγματος των    Φραγκισκανών(1181 ή 1182-1226). Στην Ασίζη ο Καζαντζάκης θα συναντήσει τον βιογράφο του Αγίου Φραγκίσκου Johannes Jorgensen και θα θέσει τις βάσεις για το έργο του ¨ο Φτωχούλης του Θεού¨.