Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ο ΚΥΡΗΣ





        Ο   Κ Υ Ρ Η Σ
(Προσέγγιση των παιδικών αναμνήσεων
του Καζαντζάκη και η μυθιστορηματική
αναζήτηση τους στα έργα του)
    Μια διαρκής  εσωτερική διαμάχη
                                               
                                  του Δημήτρη  Μιμή
                    
        
΄Ολοι  θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τον Καζαντζάκη. Τον γνωρίζουμε  μέσα από τα έργα του, από την άποψη της ανάγνωσης αυτών αλλά  και των ιδεών του, που εμπεριέχονται μέσα σ’ αυτά.


Θα τον γνωρίσουμε όμως καλύτερα αφού μάθουμε την παιδική του ηλικία, τη σχέση με τον πατέρα του αλλά και την ευρύτερη οικογένειά του, τις συγκρούσεις, τις προσωπικές του σχέσεις και, κατά προέκταση, τον ψυχισμό του μέσω αυτών. Χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε πλήρως τον μεγάλο συγγραφέα.


Μια συστηματική μελέτη της παιδικής του ηλικίας αλλά και μία αναζήτηση των περιγραφών της ηλικίας αυτής στα έργα του, θα μας έδινε εκείνες τις πληροφορίες που θα μας οδηγούσαν στην πλήρη κατανόηση  του ψυχισμού του αλλά και  του ψυχισμού των ηρώων  των έργων του, που σ’ αυτούς προβάλλει δικά του συναισθήματα και επιθυμίες.   Πολλές είναι οι αναφορές στα έργα του Καζαντζάκη  για τον πατέρα του, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, ή στις μυθιστορηματικές μορφές των ηρώων του, που θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση του ψυχισμού του συγγραφέα.


O S. Freud επέμενε συχνά  στο γεγονός ότι το παιδικό παρελθόν του ατόμου και της ανθρωπότητας παραμένει πάντα μέσα μας. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη, ο οποίος πέρασε  τα πρώτα χρόνια της ζωής του κοντά στον πατέρα του, με τη γνωστή προσωπικότητα του, όπως μας την περιγράφει ο ίδιος, κατά κύριο λόγο στα έργα του  «ο Καπετάν Μιχάλης » ή με τον αρχικό του τίτλο, στα γαλλικά, « Mon Pere », ο πατέρας μου, στο   «Αναφορά στον Γκρέκο» αλλά και στο « Συμπόσιον », οι  επιρροές που έλαβε απ’ αυτόν έχουν ασκήσει καθοριστική επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του και  θα τον  ακολουθήσουν  σ’ όλη του τη ζωή.


Δε θα απαλλαγεί ποτέ από το συνειδησιακό βάρος να ξεπεράσει τον πατέρα του και  ποτέ δε θα υποταχθεί ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. Άλλωστε, αυτό μας αποδεικνύει η αμφιταλάντευσή του στο θέμα της θρησκείας. Η σχέση με τον πατέρα του έπαιξε καθοριστικό ρόλο απέναντι στην αυθεντία και στην πίστη στον Θεό. Η ψυχανάλυση μάς έμαθε τον δεσμό που ενώνει το πατρικό σύμπλεγμα με την πίστη στο Θεό . Μας έδειξε ότι ο προσωπικός Θεός δεν είναι τίποτε άλλο, ψυχολογικά, παρά ένας μεταμορφωμένος πατέρας.


Τη σχέση με τον πατέρα του δε θα πρέπει να τη δούμε κάτω από τη θετική λεγόμενη μορφή, όπως στην ιστορία του Οιδίποδος Τυράννου : Επιθυμία θανάτου για τον αντίπαλο, που  συνιστά  το πρόσωπο του ίδιου φύλου και επιθυμία για το πρόσωπο του αντίθετου φύλου, αλλά ούτε υπό την αρνητική μορφή που εμφανίζεται αντεστραμμένο : αγάπη για τον γονέα του ίδιου φύλου και ζηλότυπο μίσος για τον γονέα του αντίθετου φύλου. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη, η πατρική σχέση, όπως ο ίδιος μας την παρουσιάζει, είναι μία ιδιότυπη σχέση. Είναι σχέση θαυμασμού, αγάπης και επιθυμίας, εξύψωσης και μετουσίωσης, που όμως εμπεριέχει και συναισθήματα καταστροφής, θανάτου αλλά και καταναγκασμού ως προς το να αντιγράψει και ξεπεράσει τον πατέρα του. Μια τέτοια σχέση χαρακτηρίζεται αμφιθυμική, και στην περίπτωση του Καζαντζάκη, “αγάπης και συγκρατημένου μίσους” και κατ’ άλλους ψυχαναλυτές,  αγάπης και μίσους.

Γνωρίζουμε ότι ο Καζαντζάκης τα βιώματα με τους γονείς του, κυρίως με τον πατέρα του, τα ενέπλεξε στη λογοτεχνία και τα αποτελέσματα  μας είναι γνωστά. Αυτό όμως που  πρέπει να  λάβουμε υπ’ όψη μας είναι ότι όλες οι περιγραφές που μας δίνει πλαισιώνονται από τις λογοτεχνικές ανάγκες του κειμένου.

Όπως σε κάθε παιδί, έτσι και στον Καζαντζάκη, ο πατέρας  παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Να τι μας λέει ο ίδιος για τον πατέρα του, με εξομολογητική διάθεση, στη σελίδα 68 του έργο του  «Συμπόσιον» :

« Σηκώθηκα κ’ έτρεμα νιώθοντας απάνου μου βαρύ τον ίσκιο του κυρού μου. Δε θυμούμαι ποτέ να μου ‘πε λόγο τρυφερό, ποτέ να με χαδέψει˙ μου παρέδινε τη φλόγα της γενεάς αγέλαστος, σκληρός και με πρόσταζε να τους ξεπεράσω όλους σε δύναμη, σε περηφάνια και σε πείσμα….»

Ο πατέρας του Καζαντζάκη παίζει και  έναν ρόλο δημιουργικό και είναι πηγή έμπνευσης γ’ αυτόν. Παράλληλα του προκαλεί μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση που κρατά μέχρι το θάνατό του. Σ’ όλη του τη ζωή, υποσυνείδητα, θέλει να τον  αντιγράψει αλλά,  επειδή τον θεωρεί αρκετά γήινο, θέλει  να τον ξεπεράσει. Επιζητεί όμως  βοήθεια απ’ αυτόν στα προβλήματα, όταν απαιτηθεί, και  επιθυμεί να τον εξυψώσει και να τον  μετουσιώσει.                                                                                                                 Στις μορφές ηρώων στα έργα του, όπως  «ο Καπετάν Μιχάλης» και «ο Αλέξης Ζορμπάς» συναντάμε στοιχεία του  πατέρα του,  όπως αυτός ο ίδιος τον έχει ανάμνηση  και όπως μας τον περιγράφει στο « Αναφορά στον Γκρέκο ».

Στα έργα του, πολλές φορές, επαναφέρει στο φως αυτό το ξεχασμένο υλικό. Είναι γήινοι ήρωες που επιθυμεί να τους μοιάσει, ενώ παράλληλα αισθάνεται ότι τον καθηλώνουν γερά πάνω στη γη και θέλει να τους ξεπεράσει, μετουσιώνοντάς τους σ’ άλλες μορφές, όπως αυτή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης και του  Αλβέρτου Σβάϊτσερ.

« Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος » μας γράφει στο Αναφορά στον Γκρέκο σελ.80.

Στον πρόλογο του έργου του « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά », λίγο πριν πεθάνει, μας αποκαλύπτει την επιθυμία του ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο απ’ αυτόν που ακολούθησε μέχρι τότε, τον δρόμο του Ζορμπά  και εκφράζει το παράπονό του ότι στα χέρια του κατάντησε τον Ζορμπά  « μελάνι και χαρτί »  και αντί να γίνει γι’ αυτόν υψηλό, επιτακτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε και     έγινε φιλολογικό θέμα.

       Ο Ζορμπάς τονίζει: «μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο»

        Ο Ζορμπάς είναι γήϊνος, επαναστάτης, αρέσει στον Καζαντζάκη και θέλει να του μοιάσει.

      Ταξιδεύοντας μαζί του για την Κρήτη, στο έργο του « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά » στην πρώτη τους χειραψία και στα πρώτα του « περγελαχτά » λόγια, αισθάνθηκε μειονεκτικά και ντροπή και μας αποκαλύπτει τη σκέψη του:

« Ποτέ, εμείς που τόσο αγαπιούμαστε, δεν είχαμε σταυρώσει ένα τρυφερό λόγο˙ παίζαμε και τσαγκρουνιούμαστε σα θεριά.. Αυτός  φίνος, ειρωνικός, πολιτισμένος˙ εγώ βάρβαρος. Αυτός συγκρατημένος, εξαντλώντας άνετα όλα τα  φανερώματα της ψυχής του γύρα από το χαμόγελοֺ εγώ απότομος, ξεσπώντας σε ανάρμοστο απολίτιστο γέλιο. Έκαμα να καμουφλάρω κι εγώ μ’ ένα σκληρό λόγο την ταραχή μου, μα ντράπηκα. ‘Όχι , δεν ντράπηκα˙ δεν μπόρεσα. Έσφιξα το χέρι του˙ το κρατούσα και δεν το άφηνα. Με κοίταξε με απορία………» (σελ. 32)

Και στη σελίδα 72 του ίδιου έργου:

«Η πρώτη μου λαχτάρα στάθηκε η λευτεριά˙ η δεύτερη, που κρυφά μέσα μου ακόμα αποκρατάει και με βασανίζει, η δίψα της  αγιοσύνης. Ήρωας συνάμα κι άγιος, να το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου˙ από παιδί είχα στερεώσει από πάνω μου, στο γαλάζιο αγέρα, το πρότυπο ετούτο.»

Ο Καζαντζάκης, εσωτερικά, επιθυμεί ως ένα βαθμό και αναζητά την γήινη και ηρωική πλευρά του  πατέρα του,  που όμως επιθυμεί να την αλλάξει, ξεπεράσει, που   σαν ανώτερη εντολή να την εξυψώσει στο θεό, γεγονός από το οποίο  ουδέποτε θα απαλλαγεί.

Πολλές φορές, στις δύσκολες και αδύναμες στιγμές στην  καθημερινότητά του, σκέφτεται τον πατέρα του που κυριαρχεί στις καταστάσεις και τον λυτρώνει από εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, κυρίως όταν   δημιουργούνται από την έντονη θρησκευτικότητά του.

Έτσι, όταν ο Καζαντζάκης βρισκόταν στο Βερολίνο και ένιωθε τη διαμάχη  μεταξύ του Βούδα και των  πατρικών-γήινων επιθυμιών του, μας γράφει:

«ένα χτυποκάρδι απόμενε ακόμα κατακόκκινο, που χτυπούσε πεισματωμένα και δεν άφηνε το Βούδα να με κάμει αλάκερο κατοχή. Μέσα μου ένας Κρητικός σήκωσε κεφάλι κι αρνιόταν να δώσει στο γαληνό καταχτητή ψωμί κι αλάτι» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.355)

Και στη σελίδα 360 του ίδιου έργου, αφού έχει επισκεφτεί μετά από ασκητική νηστεία μια σάλα χορού, όπου θέλησε να ξεμουδιάσει και να χαρεί το κορμί, ο μυαλό και η ψυχή του,  αλλά βιώνοντας και την  εγκατάλειψη από τη Γαλάτεια,  γράφει:

«Καινούργια ρωτήματα ανέβαιναν μέσα μου, ο αποψινός χορός είχε ανοίξει στο σπλάχνο μου τις παλιές, που θαρρούσα στειρεμένες, πηγές κι ένιωθα πως δεν αδειάζουν εύκολα τα σωθικά του Κρητικού. Φοβεροί πρόγονοι μέσα μου, που δεν έφαγαν όσο κρέας μήτε ήπιαν όσο κρασί λαχτάρισαν, μήτε φίλησαν όσες γυναίκες πεθύμησαν, και τώρα τινάζουνταν αγριεμένοι και δεν αφήναν να πεθάνω, για να μην πεθάνουν. Αλήθεια, τί γυρεύει ο Βούδας, τί μπορεί να ελπίζει ο Βούδας στην Κρήτη;»

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου ο ίδιος ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει την αναπήδηση των προγονικών-πατρικών ενστίκτων και επιθυμιών που αντιστέκονται απέναντι στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Αυτό  δε θα πρέπει να εκληφθεί ως μία παλινδρόμηση στην παιδική του  ηλικία ή σε πρωτόγονες καταστάσεις, αλλά ως μία αναζήτηση των ηρωϊκών αναμνήσεων   της ηλικίας αυτής που τον συντρόφευσαν  σ΄ όλη τη ζωή.

Όπως οι ψυχαναλυτές, έτσι και  ο Καζαντζάκης, επηρεασμένος από την ψυχανάλυση, δίνει μεγάλη σημασία στην παιδική του ηλικία:

«…Στορώ με λεπτομέρειες την παιδική μου ηλικία, όχι γιατί είναι μεγάλη η γοητεία από τις πρώτες θύμησες, παρά γιατί στην ηλικία αυτή, όπως και στα ονείρατα, ένα ασήμαντο φαινομενικά περιστατικό ξεσκεπάζει, όσο καμιά αργότερα ψυχολογική ανάλυση, χωρίς φτιασίδια, το αληθινό πρόσωπο της ψυχής. Κι επειδή  τα εκφραστικά μέσα στην παιδική ηλικία ή στ’ όνειρο είναι πολύ απλά γι’ αυτό και το πιο πολύπλοκο εσωτερικό πλούτος απαλλάσσεται απ’ όλα τα περιττά κι απομένει μονάχα η ουσία.» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.45)

Αλλά και στο έργο του S. Freud   Μια παιδική ανάμνηση του Leonardo da Vinci “ στη σελίδα 50, αναφερόμενος στην παιδική ηλικία του Leonardo da Vinci γράφει :

Τις περισσότερες φορές, οι παιδικές αναμνήσεις δεν έχουν άλλη προέλευση. Αντίθετα με τις αναμνήσεις οι οποίες σχηματίζονται κατά την ώριμη ηλικία, οι παιδικές, δεν είναι προσκολλημένες, δε σχηματίζονται από το ίδιο το γεγονός, αλλά ανεβαίνουν πάλι στη μνήμη αργότερα, όταν έχει πια περάσει η παιδική ηλικία και μπαίνουν τότε στην υπηρεσία μεταγενέστερων γεγονότων παραλλαγμένες και νοθευμένες κατά τέτοιο τρόπο που είναι δυνατόν να αποτελούν κάτι το διαφορετικό από τη φαντασίωση.”

Παρακάτω στη σελίδα 52 επίσης γράφει:

“ Όσα νομίζει ότι θυμάται, ένας άνθρωπος από τα παιδικά του χρόνια δεν είναι χωρίς σημασία. Γενικά, κάτω από τα ίχνη αυτά υπάρχουν ανεκτίμητες μαρτυρίες οι οποίες έχουν σχέση με τις πιο σημαντικές στιγμές της ψυχικής του ανάπτυξης.

Συγκρίνοντας τ’ ανωτέρω κείμενα του Freud και του Καζαντζάκη, βλέπουμε το μεγάλο επηρεασμό που δέχτηκε  ο Καζαντζάκης από την ψυχανάλυση.

Οι παιδικές αναμνήσεις του Καζαντζάκη από τον πατέρα του τον ακολούθησαν και κατά την ώριμη ηλικία.. Ανέβηκαν στη μνήμη του και μπήκαν στην υπηρεσία  μεταγενέστερων γεγονότων και γνωριμιών. Έτσι, ο Καζαντζάκης νιώθει την ανάγκη, γνωρίζοντας την καταγωγή του, να μας δώσει θαυμάσια έργα  όπως « Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» το «Συμπόσιον» αλλά και το τελευταίο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο » .

Όσα θυμάται ο Καζαντζάκης από τα παιδικά του χρόνια είναι ανεκτίμητες  μαρτυρίες για τα έργα του αλλά και έχουν άμεση σχέση με την ψυχοσυναισθηματική  του ανάπτυξη:

«Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε˙ κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάκτυλά του και το ’κανε σκόνη.» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 32 )

Έτσι ξεκινά ο Καζαντζάκης στο κεφάλαιο «Ο κύρης» του βιβλίου  του «Αναφορά στον Γκρέκο», δίνοντάς μας το στίγμα για τον πατέρα του, όπου στη συνέχεια στο κεφάλαιο « Η μάνα »  γράφει: «Η μάνα μου ήταν μια αγία γυναίκα. Πώς μπόρεσε πενήντα χρόνια, χωρίς να σπάσει η καρδιά της, να νιώθει πλάϊ της την αναπνοή και το χνότο του λιόντα;» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 350)

Στ’ ανωτέρω αποσπάσματα από το κείμενό του, ο Καζαντζάκης μάς παρουσιάζει τον πατέρα του ως ένα πρωτόγονο άνθρωπο, ενώ τη μητέρα του ως μία αγία γυναίκα.  Αποδεχόμενος μ’ αυτό τον τρόπο  την παρουσία και των δύο γονέων του σ’ όλη του τη ζωή που καθορίζουν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο την προσωπικότητά του:

«Κυκλοφορούν κι οι δυό γονέοι στο αίμα μου, ο ένας άγριος , σκληρός, αγέλαστος, η μάνα μου τρυφερή, αγαθή, άγια˙ σε  όλη μου τη ζωή τους κουβαλώ, κανένας τους δεν πέθανε˙ όσο ζω θα ζουν κι αυτοί μέσα μου και θα μάχουνται, καθένας τους αντίθετα, να κυβερνήσουν τη σκέψη και την πράξη. Και σε όλη μου τη ζωή ετούτοι είναι ο αγώνας μου: να τους φιλιώσω, να μου δώσει ο ένας τη δύναμη του, ο άλλος την τρυφεράδα…».(Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 50).

Στο ίδιο έργο, σελίδα 68, μας δίνει μια άλλη διάσταση για τους επηρεασμούς από τα παιδικά του χρόνια που συντέλεσαν στη διαμόρφωση  της προσωπικότητας και των αναζητήσεών του.  Είναι οι αγώνες ανάμεσα στην Κρήτη και στην Τουρκιά:

«Χωρίς τον αγώνα αυτό, η ζωή μου θα ‘παιρνε άλλο δρόμο κι ο Θεός, σίγουρα, άλλο πρόσωπο.»

Παραδέχεται την ύπαρξη μιας εσωτερικής ανώτερης δύναμης, που αναπηδά από την παιδική του ηλικία, από τους γονέους και από τους αγώνες των Κρητών ενάντια της Τουρκιάς, δύναμη που δεν είναι δικιά του και τον κυβερνά όταν είναι έτοιμος να ξεπέσει  και που  δεν είναι άλλη,  παρά η Κρήτη.

Ο Καζαντζάκης  στο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο »  παρουσιάζει πλήρως όλες τις παιδικές του εμπειρίες που, σαν αναμνήσεις, τον ακολούθησαν  σ΄ όλη του τη ζωή. Θα τις συναντήσουμε και σε άλλα έργα του, γεγονός που αποδεικνύει τον επηρεασμό του από την ηλικία αυτή και τη μεταφορά αυτού του επηρεασμού  στα έργα του.

Το πόσο  πολύ  έχει επηρεαστεί από την παιδική του ηλικία, το συναντάμε  στη ζωή του αλλά και στη συγγραφή των έργων του  και μας το περιγράφει ο ίδιος στη σελίδα 50 του έργου  « Αναφορά στον Γκρέκο »:

« Όταν, γράφοντας , θέλω να μιλήσω για τη θάλασσα, για τη γυναίκα, για το Θεό, σκύβω απάνω στο στήθος μου κι αφουκράζουμαι τί λέει το παιδί μέσα μου, αυτό μου υπαγορεύει, κι αν τύχει κάπως να ζυγώσω με λόγια και να στορίσω τις  μεγάλες ετούτες δυνάμεις – τη θάλασσα, τη γυναίκα, το Θεό – στο παιδί που ζει ακόμα μέσα μου το χρωστώ. Ξαναγίνουμε παιδί για να μπορώ να βλέπω με μάτια παρθένα, για πρώτη πάντα φορά, τον κόσμο.»

Στις επόμενες σελίδες του έργου του « Αναφορά στον Γκρέκο » , λαμβάνουμε πληθώρα  άλλων πληροφοριών για τον εαυτό του, τους γονείς του, την περίοδο των μαθητικών του χρόνων, τον πρώτο του έρωτα με την Εμινέ, που σαν όνομα  το συναντήσαμε και στο « Καπετάν Μιχάλη », ως και τις εφηβικές του  αναζητήσεις, τους φόβους,  τη θρησκευτικότητά του αλλά και  την απόφαση του να πάει στο Άγιον Όρος για ν΄αγιάσει, μία περίοδος καθοριστική για τη ζωή του.  Δεν ξεχνά τα ηρωικά χρόνια του Μεγάλου Κάστρου  και τον Άγιο Μηνά αλλά και άλλες παιδικές αναμνήσεις  από        τον « Άγιο Αύγουστο », όπως αποκαλούσε ο Καζαντζάκης τον μήνα Αύγουστο, με τα πολλά φρούτα.(σελ. 83 ).

Αλλά και  στις τελευταίες σειρές του κεφαλαίου του « Η Κρητική Ματιά »  του  έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο » , σελίδα 487, γράφει:

« Δεν πειράζει πατέρα˙ τέλεψες το χρέος σου: γέννησες γιο ανώτερο σου˙ στάσου εδώ σημαδούρα˙ εγώ θα πάω πιο πέρα. »

Τα τελευταία αυτά λόγια αποδεικνύουν τη μάχη που διατηρούσε μέσα του ο συγγραφέας με τον πατέρα του αλλά που στο τέλος, σαν φυσιολογική κατάληξη, τον ξεπερνά και τον εγκαταλείπει.  Για τον Καζαντζάκη, αυτό είναι  σκοπός και χρέος, είναι μια εντολή που παραδίνει ο πατέρας στο γιο, για να τον ξεπεράσει. ( Ασκητική, κεφ. «Η ράτσα »σελ . 58. )

Για τον Καζαντζάκη, αυτό είναι μια εντολή, όπως για τον Freud είναι μια έμφυτη τάση που υπάρχει στον γιο, μια τάση αντιπαράθεσης με τον πατέρα και συμβολικά ένας πρωτόγονος φόνος, όπου ο γιος ξεπερνά τον πατέρα, φονεύοντάς τον.

Ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, ο Άμλετ του Σαίξπηρ και οι Αδελφοί Καραμάζοφ του Ντοστογέφσκι, πραγματεύονται την πατροκτονία και μας γράφει ο S. Freud, η πιο ασφαλής προσέγγιση του θέματος, στο δράμα, εμπνέεται από τον Σοφοκλή.

Για τον Freud, η διαμάχη αυτή, μεταξύ γιου και πατέρα, αποτελεί φυσιολογική κατάληξη του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος.

Ο Καζαντζάκης, στην καθημερινή του ζωή, το αντιμετωπίζει ως μια ήπια μορφή σύγκρουσης. Έχει  έναν πατέρα σκληρό και φοβάται την τιμωρία που θα προέλθει απ΄ αυτόν και υιοθετεί μια παθητική στάση απέναντί  του.

Στα έργα του Καζαντζάκη, η διαμάχη αυτή παρουσιάζεται συμβολικά και πιο πολύ βίαιη,  όπως άλλωστε γίνεται στους περισσότερους συγγραφείς.

Έτσι στο  ο Χριστός Ξανασταυρώνεται “, στη σελίδα 179, αυτό το αρχέγονο έγκλημα, δηλαδή η πατροκτονία, όταν όλοι οι “απόστολοι” έχουν μια εξομολογητική διάθεση, ο Καζαντζάκης δια στόματος του  Μιχελή, μας παρουσιάζει μια γυμνή ομολογία της πρόθεσης της πατροκτονίας, και λέει:

Εγώ ‘μαι χειρότερος από λόγου σου, γέροντά μου, είπε τέλος, κόβοντας τη σιωπή, ο Μιχελής, κι η φωνή του ήταν πνιγμένη, αγνώριστη. Εγώ όταν ο κύρης μου αρρωστήσει, νιώθω σατανική αναγάλλιαση, ένας  δαίμονας σηκώνεται μέσα μου και χορεύει, γιατί τον βαρέθηκα πια τον κύρη μου, μου φαίνεται πως  στέκεται μπροστά μου εμπόδιο, και βιάζουμε να πεθάνεi ….”