Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Το Συμπόσιον του Καζαντζάκη

Μια   “Αυθεντική  Ομαδική Ψυχοθεραπεία”  
του     Δημήτρη   Μιμή
        
           
Το "Συμπόσιον", ο Νίκος Καζαντζάκης άρχισε να το γράφει το 1922, όταν βρισκόταν  στο Βερολίνο, αφού προηγουμένως έχει περάσει από τη Βιέννη για ένα μικρό χρονικό διάστημα, όπου και δέχτηκε τις πρώτες επιρροές από την ψυχανάλυση. Ασχολήθηκε με το ίδιο έργο το 1924, όταν φιλοξενείται   σε φιλικό σπίτι στον Πόρο Ηρακλείου, δίπλα στη θάλασσα, όπου πιθανότατα και να  το τροποποίησε, χωρίς όμως να το ολοκληρώσει.
Έκτοτε, το έργο εγκαταλείφτηκε και το χειρόγραφό του βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του πατέρα του Καζαντζάκη, μετά τον θάνατο του το 1932, και θα εκδοθεί για πρώτη φορά το 1971.
Το “Συμπόσιον θα  το χαρακτήριζα ως μία “πρωτόλεια μορφή του   Αναφορά στον Γκρέκο “ ή  όπως το χαρακτήρισε ο Πρεβελάκης, “Κεφάλαιο”  αν όχι   πυρήνα του  Αναφορά του Γκρέκο “.
Tο ‘’Συμπόσιον’’ του Καζαντζάκη αντιπαραβάλλεται με το ‘’Συμπόσιον’’ του Πλάτωνα. Στο ‘’Συμπόσιον’’ του Πλάτωνα, διερευνάται ο Έρωτας, ενώ στο ‘’Συμπόσιον’’ του Καζαντζάκη, πέρα από το Υπαρξιακό και το Θείο που διαπραγματεύεται, κυρίαρχη θέση κατέχει η προσπάθεια του συγγραφέα να ζωντανέψει μέσα του αλλά και να εκφράσει τις παιδικές μνήμες που έχει από τον πατέρα του και το περιβάλλον του.
Όμως, η εξομολογητική διάθεση με τη μορφή προσωπικών  αναφορών εκ μέρους του Καζαντζάκη από τα παιδικά του χρόνια,  μας δίνει το δικαίωμα να
λέμε ότι το έργο του “ Συμπόσιον “, πέρα από την αφηγηματική βιογραφική μυθιστορία, είναι δομημένο όπως μια ομάδα, σαφώς πρωταρχική, και ενδεχομένως θεραπευτική, γεγονότα που μας προϊδεάζουν σε ψυχαναλυτικούς επηρεασμούς.
Το "στήσιμο" αυτού του φιλοσοφικού μυθιστορήματος με “ομαδικό πνεύμα”, ο συγγραφέας επιλέγει να πραγματοποιήσει κάτω από μια συνάθροιση μιας μικρής ομάδας, μέσα στην οποία θα υπάρξει επικοινωνία, γεγονός που μαρτυρεί  συναντήσεις “μικρών ομάδων”, όπου συναντάμε την ανακούφιση και τη λύτρωση  που νιώθει αυτός που θα αποφασίσει να μοιραστεί προσωπικά του θέματα με άλλους. Ο ειδικός, εύκολα αντιλαμβάνεται το ομαδικό  αλλά και συγκρουσιακό πνεύμα που επικρατεί στη μικρή ομάδα του συμποσίου.
To ότι ο Καζαντζάκης παρουσιάζει μια μοναδική “συνεδρία” στο έργο του, αυτό  μπορεί να σημαίνει ότι   δεν   το   ολοκλήρωσε.
Ανάλογα με το “Συμπόσιον”, ο Καζαντζάκης θα λειτουργήσει αργότερα και στο “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται”, όπου οι απόστολοι συγκεντρώνονται κατ’ εξακολούθηση για την επίλυση των προβλημάτων τους. Στο έργο αυτό συναντάμε μια ολοκληρωμένη ομαδική ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
 
Στην ομάδα του  Συμποσίου   συμμετέχουν :
Ο  Άρπαγος     που υποδύεται    ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ο  Πέτρος        που υποδύεται    ο Άγγελος Σικελιανός.
Ο  Κοσμάς       που υποδύεται    ο Ίων Δραγούμης.
Ο  Μύρος         που υποδύεται    ο Μύρων Γουναλάκης  ή ο Μικέλ Γουναλάκης, φίλος από την Ελβετία.
Είναι τ’ άτομα που κάλεσε ο Άρπαγος για μία  μοναδική  και  όχι ολοκληρωμένη συνάντηση, όπως φαίνεται από την ανάγνωση του κειμένου.
Στο συμπόσιο υπάρχει και ένας πέμπτος συμποσιαστής, ο Θεός που παραμένει Αόρατος, που οι υπόλοιποι συμποσιαστές τον διατηρούν στο μυαλό τους.
Στην ομάδα αυτή, μιας μοναδικής και μικρής χρονικής  διάρκειας θα τη χαρακτήριζα, παρατηρείται  μία ολοκληρωτική αυτοαποκάλυψη εκ μέρους του Άρπαγου. Είναι μια ομάδα περισυλλογής και διαλογισμού και, ως μέσο για την επίλυση του προβλήματος που έχουν κληθεί οι συμποσιαστές, χρησιμοποιείται η εξομολόγηση.
Σήμερα, έρχεται ο IRVIN D. YALOM, να επιβεβαιώσει την τεχνική του Καζαντζάκη. Στο βιβλίο του, ‘’Θεωρία και πράξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας”, στη σελίδα 192, γράφει: η “αυτοαποκάλυψη είναι απολύτως αναγκαία στην ομαδική θεραπευτική διαδικασία. Όσοι συμμετέχουν στην ομαδική θεραπεία δεν πρόκειται να ωφεληθούν απ’ αυτήν παρά μόνο αν αυτοαποκαλυφθούν και μάλιστα πλήρως ”.
Αυτό συμβαίνει στους ωφελούμενους. Όμως στη σελίδα 199 του ίδιου έργου γράφει και για τον θεραπευτή: “Αν  αποκαλύπτω κάποια πράγματα για τον εαυτό μου, αυτό γίνεται στην υπηρεσία της ομάδας. Μολονότι κάποιοι θεραπευτές αποφεύγουν μια τέτοια προσωπική αποκάλυψη, εγώ πιστεύω ότι είναι σημαντικό να αρθρώσεις πόσο μεγάλη σημασία έχει για σας η ομάδα.”
Όπως μια καλή ψυχανάλυση πρέπει ν΄ ανατρέξει  στην παιδική ηλικία του ασθενή, έτσι και η  αυτοαποκάλυψη  του Άρπαγου, μέσω της εξομολόγησης,  περιλαμβάνει παλιά γεγονότα  της  ζωής του, κυρίως από την παιδική και εφηβική του  ηλικία, τις ενορμήσεις και την επιθετικότητά του αλλά και από την επίσκεψή του στο  Άγιον Όρος.
Η αποκάλυψη του υλικού αυτού  κρατιόταν μυστικό ως τώρα, αλλά μετά την επίσκεψη του Καζαντζάκη στον ψυχαναλυτή στη Βιέννη το 1922, λόγω του εκζέματος που παρουσίασε στο πρόσωπο,  και τη μύησή του σ’ αυτή, βγήκε στην επιφάνεια και  τ’ αποκαλύπτει τώρα ως Άρπαγος στην προσκεκλημένη ομάδα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη γνώση και την επιρροή που έλαβε ο Καζαντζάκης από τον ψυχαναλυτή του και  από την ανάγνωση των βιβλίων του S. Freud.
 
Στη συζήτηση που ήδη έχει αρχίσει, παρατηρούμε τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην ομαδική ψυχοθεραπεία.
Ο Κοσμάς,  ένας από τους συμποσιαστές, προτρέπει τον Άρπαγο που υποδύεται ο Καζαντζάκης,  να μιλήσει:
“Άρπαγε , τα χείλη σου σαλεύουν, είπε ο Κοσμάς χαμογελώντας. Προσεύχεσαι. Μην ντρέπεσαι˙ το μυστικό σου πια το ξέρουμε όλοι…. “
Τον τρόπο  της  προτροπής τον συναντάμε και στο “Αναφορά στον Γκρέκο” , στη σελίδα 350,  όταν ο Καζαντζάκης επισκέφτηκε τον ψυχαναλυτή στη Βιέννη, λόγω του εκζέματός του. Ο ψυχαναλυτής, αφού διαπιστώνει ότι ο
θεραπευόμενός  του  αντιστέκεται και δεν τα λέει όλα, τον παροτρύνει  να μιλήσει:
“….Μα δεν τελειώσατε˙ κάτι μου κρύβετε ακόμα, ομολογήστε τα όλα.”
Και παρακάτω στο “ Συμπόσιον “ στη σελίδα 22 γράφει :
Πάτησες τον όρκο που δώκαμε, Άρπαγε, όταν ήμαστε ακόμα έφηβοι, κ΄ έριξες την ασπίδα”, του είπε ο Κοσμάς, εννοώντας την απομάκρυνση του Άρπαγου από τους στόχους της τετραμελούς ομάδας των συμποσιαστών, που ήταν η δράση και η ανάπλαση του κόσμου.
Ο Πέτρος, ένας από τους καλεσμένους, τοποθετεί την ψυχολογική αντίδραση και  τον κατηγορεί ότι αποτραβήχτηκε στη σιωπή και χάθηκε στη στείρα άσκηση και δεν κράτησε το λόγο που δώσανε, ενώ αυτός αγωνίστηκε  να νικήσει τον πειρασμό μέσα από τη δράση:
“ Η φυγή δεν είναι νίκη, τ’ όνειρο είναι τεμπελιά και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο”. ( Συμπόσιον, σελ. 23 ).
Επίσης ο συγγραφέας μάς τοποθετεί και τα συναισθήματα που επικρατούν κατά την συνάντηση :
“Οι τέσσερεις φίλοι, που ύστερα από χρόνια σήμερα σμίγανε, ένιωθαν απ’ το πρωί ταραχή και δυσφορία ανάμεσό τους: οι ορμές που, απρόσωπες κι αμέστωτες ακόμα, τους ένωναν, παιδιά, με τον καιρό κλαδεύτηκαν, καθένας κράτησε διαφορετικές και τραχύναν μεστώνοντας ‘’ ( Συμπόσιον. σελ. 22).
Αλλά και στο  “ Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται “ στη σελίδα 169,  συναντάμε το ίδιο σκηνικό  όταν μαζεύεται η  μικρή ομάδα των αποστόλων και   μας γράφει :
Μαζεμένοι οι τρείς απόστολοι, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης, τριγύρα από το Μανολιό, είχαν ανοίξει το μικρό Ευαγγελιάκι που είχε φέρει σήμερα το πρωί  ο Γιαννακός  κι ετοιμάζουνταν  ν’ αρχίσουν την ανάγνωση “.
 
Στη συνέχεια, ο Άρπαγος, με νηφαλιότητα, προτρέπει τον Μύρο, έναν άλλο από τους συμποσιαζόμενους, να τον μαλώσει.
Ο Μύρος, αφού αναπολεί τα παιδικά του χρόνια,  τις αγάπες τους, τον κατηγορεί ότι πήρε άλλο δρόμο και του ζητά  ν΄ ανοίξει την καρδιά του και να τους βοηθήσει.
Η ομάδα αυτή,  όπως την προσδιορίζει ο Καζαντζάκης, χαρακτηρίζεται από το μικρό αριθμό των μελών της, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους απ’ ευθείας
και υπάρχει κοινός σκοπός, λειτουργική ανεξαρτησία και ψυχολογική αντίδραση. Όλα τα μέλη μέσα στην ομάδα ζητούν την ικανοποίηση των αναγκών τους, υπάρχει οικειότητα στο εσωτερικό της,  επικοινωνία και εσωτερικοεξάρτηση.
Ο Καζαντζάκης στο “ Συμπόσιον “ καθορίζει ο ίδιος τον ομαδικό χαρακτήρα του έργου του αλλά και μας εξηγεί πώς η ομάδα φέρνει αποτελέσματα μέσω της αλληλοεπίδρασης  και πώς ωφελείται η ομάδα.
Το ξέρω, καθένας μετουσιώνει με τον εδικό του ξέχωρο τρόπο την πρόσκαιρη ζωή˙ όμως καλό ‘ναι να εξομολογούμαστε τον αγώνα μας να φανερώνομε τη μέθοδο της εδικής μας ψυχής και να σημαδεύομε τη νέα μας ελπίδα. Έτσι οι όμοιες ψυχές θα συντομέψουν την αγωνία τους κ’ οι άλλες θα πολεμήσουν να βρουν με πιότερο πείσμα την εδική τους λύτρωση. Μα όλες μαζί, χωρίς όλες να το νιώθουν, με την  άθληση, με τις εφήμερες κι ολοένα δυσκολότερες νίκες, με τις ανανεούμενες ελπίδες -θέλοντας και μη-  ανεβαίνουν το Όρος του Θεού.   (  Συμπόσιον”, σελ. 27)
 
Αρχίζοντας την εξομολόγησή του ο Άρπαγος, λέει :
“ Αρχίζω την ξομολόγηση. Θα μιλήσω χωρίς φανερή σειρά, μέσα μου μόνο ακλουθώντας το ρυθμό που με σπρώχνει. Θα πολεμήσω σπώντας τη στερεή κρούστα της λογικής, της τεμπελιάς και της συνήθειας που κρούβει την ψυχή μου, να βιάσω το αίμα μου να θυμηθεί το φοβερόν αγώνα. “ ( Συμπόσιον σελ.45 )
Στην συνέχεια, ο Καζαντζάκης μας καθορίζει για δεύτερη φορά τον ομαδικό χαρακτήρα της συγκέντρωσης:
“ Γιατί όπως οι πρώτοι Χριστιανοί έπεφταν κα σπάραζαν στις πλάκες της εκκλησιάς, πρι  να μεταλάβουν, διαλαλώντας μπροστά σε όλους τα κρίματά τους, τέτοια θέλω κ’ εγώ απόψε μαζί σας ν΄ ανανεώσω την ξομολόγηση. “  ( Συμπόσιον, σελ. 45 )
Παρόμοιο σκηνικό, όπου ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί τις ομαδικές ψυχαναλυτικές γνώσεις του, συναντάμε στο O Χριστός Ξανασταυρώνεται”.  (σελ. 176) :
“ ‘Εχεις δίκιο, παιδί μου Μανολιό, είπε ο γέροντας, έτσι έκαναν οι πρώτοι χριστιανοί˙ ξομολογιούνταν μπροστά σε όλους τους αδελφούς κι έλεγαν τα κρίματα τους˙  κι έβρισκαν όλοι μαζί το δρόμο της λύτρωσης. “
Mη ζητάς αρχή, Μανολιό, αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης˙ δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος! Άνοιξε το στόμα, πες ότι σου πρωτόρθει στο νου˙ κι ύστερα, θα δεις, σαν τα κεράσια είναι και τα λόγια· το ένα τραβάει το άλλο κι αρμαθιάζουνται …..κλείσε  τα μάτια, Μανολιό, τί βλέπεις, που βρίσκεσαι; Μη συλλογίζεσαι, πες αμέσως!
Τα παραπάνω αποσπάσματα από τα  έργα  του Καζαντζάκη, μας καθορίζουν ακριβώς τη μορφή της ομάδας, η οποία έχει σαν πρότυπο  τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, όταν  εξομολογούνταν τ’ αμαρτήματά τους μπροστά σε μια ομάδα χριστιανών. Αυτόν τον τρόπο ομαδικής ψυχοθεραπείας τον χαρακτηρίζω ως   αυθεντική ομαδική ψυχοθεραπεία “.
Στη μοναδική αυτή συνεδρία του Συμποσίου, ο Άρπαγος  αρχίζει από   τις πρώιμες εμπειρίες του. Συγκεκριμένα, γυρίζει πολύ πίσω, σε αρχέγονες πρωτόγονες  επιθυμίες και δυνάμεις και μας αποκαλύπτει τις επιθετικές-εχθρικές του επιθυμίες.
Έτσι στη σελίδα 46 του κειμένου μας λέει:
“Νιώθω ακόμα μέσα μου ένα βάρβαρο όλο τρίχα, μουκανητό και λάσπη. Σα γυρίζω τις πολιτείες και θωρώ τα σπίτια, τις γυναίκες, τα μεταξωτά, τα βιβλία, τα φώτα, ταράζομαι κι αγριεύω, σα να τα βλέπω για πρώτη βολά. Το μυαλό μου το νιώθω χοντρό, σαν το παχύ χωράφι στον όμπρο. Ανάμεσα στα σπλάχνα μου νιώθω να χλιμιντράει ένας Θεός όμοιος με μένα, πανάρχαιος –όλος τρίχα, μουκανητό και λάσπη…”
Αλλά και στη σελίδα 47 του ίδιου έργου γράφει:
“ Θυμούμαι μια νύκτα που περπατούσα μόνος, σ’ ένα πολύ αψηλό βουνό. Ποτέ δε χάρηκα τόσο λαμπρό τεράστιο φεγγάρι απάνω στα χιόνια. Κάτου, πολύ βαθιά, σ’ ένα φαράγγι, τρεμόπαιζαν τα φώτα ενός μικρού χωριού. Περπατούσα ήσυχος, λαγγεμένος από τη μοναξιά, τη σιωπή και το φεγγάρι. Κι άξαφνα, χωρίς να το λογιάσω, έσφιξα τις γροθιές, στράφηκα απότομα κατά το χωριό και μουρμούρισα μέσα από τα σφιγμένα δόντια: « θα σας κάψω όλους! »
Στο σημείο αυτό, αν επιχειρήσω να ερμηνεύσω με ψυχαναλυτικούς όρους τα προαναφερόμενα από τον Καζαντζάκη, ίσως να μη γίνω κατανοητός, διότι όλοι οι αναγνώστες δεν είναι εξοικειωμένοι με την  ορολογία της ψυχανάλυσης.
Όμως μπορώ να πω ότι, στον Καζαντζάκη, η ενόρμηση ( 1 ) της καταστροφής ή του θανάτου, ενώ φαίνεται να στρέφεται προς τα έξω, απεναντίας μερικές φορές και αυτό, μέσα στα έργα του,  έχει κατεύθυνση  στον ίδιο του τον εαυτό.
O S. Freud έργο του “ O  Ντοστογιέφσκι και η Πατροκτονία( 2 ) , αναλύοντας την προσωπικότητα του Ντοστογιέφσκι, αναφερόμενος στην ενόρμηση της καταστροφής, μας αναφέρει ότι η ενόρμηση αυτή  στην πραγματική ζωή του συγγραφέα στρέφεται στον ίδιο του τον εαυτό, με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται ως αίσθημα ενοχής. Όσον αφορά την περίπτωση του Καζαντζάκη, σύμφωνα μ’ αυτά που γράφει στο Συμπόσιο, εκδηλώνει εχθρικές-επιθετικές επιθυμίες και όταν τις εκφράζει, εκδηλώνει αισθήματα ντροπής.
Στη σελίδα 61 του Συμποσίου, αυτό παρουσιάζεται ως εξής:  .… Ως τώρα κανείς δεν ξέρει πώς πέρασα τα δυο χρόνια μου στο Άγιον  Όρος. Οι φίλοι μου θαρρούν πως πήγα να δω βυζαντινά κονίσματα  ή από μυστικοπάθεια να ζήσω μια περασμένη
εποχή. Και τώρα, νά,  ντρέπουμε να μιλήσω….   Και  στη σελίδα  64 : “ Έλεγα: Θα ταπεινώσω και θα στενέψω όσο μπορέσω, τις πεθυμιές της  σάρκας: Θέλει να κοιμηθεί; Θ’ αγρυπνήσω. Θέλει να φάει; Θα νηστέψω. Θέλει  να καθίσει; Θα σηκώνομαι και θ΄ ανεβαίνω το βουνό. Κρυώνει; Θα γυμνώνομαι και θα περπατώ στις πλάκες
 
 
 

Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει ότι ένιωσε ελάφρυνση,  μετά την εκδήλωση της επιθετικότητάς  του ( 3 )  και μας το εξηγεί :
Μόλις το ‘πα συνήφερα κ’ ένιωσα αβάσταχτη ντροπή “.( Συμπόσιον, σελ. 47)
Μας αναφέρει ότι μέσα μας έχουμε φοβερές αρχέγονες δυνάμεις, ένα αίμα που ποτέ δεν ξεχνάει, που με την πρώτη ευκαιρία εκδηλώνoνται  και θέλουν να εκφραστούν.
Τα συναισθήματα αυτά τα νιώθει από μικρό παιδί και  πάντα παλεύουν μέσα του, που με την πρώτη εκδήλωσή τους, του προκαλούν ντροπή και φόβο και ενοχές.
Η κλινική παρατήρηση ότι οι εχθρικές τάσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές, κυρίως στην ιδεοψυχαναστική νεύρωση, βρίσκουν θέση στην προσωπικότητα του Καζαντζάκη. Την αμφιθυμία ως προς τον πατέρα του,  που    διαπιστώνουμε ότι υπάρχει στη ζωή του,  την συναντάμε να υποδηλώνεται με αγάπη και μίσος. Είναι όπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που εκφράζεται ως συνδυασμός  επιθυμιών αγάπης και μίσους.
Όλα  αυτά συμβαίνουν στον Καζαντζάκη, διότι κατά την παιδική του ηλικία έζησε μια πολυτάραχη ζωή και  πιθανότατα σημαδεύτηκε από κάτι τρομερό. Ωστόσο, οι γνώσεις μας για τη ζωή του Καζαντζάκη στην παιδική του ηλικία  δεν επαρκούν για να το αποδείξουμε με απόλυτη ακρίβεια.
Όμως,  στο  Αναφορά στον Γκρέκο “ παίρνουμε αρκετές πληροφορίες  για τα παιδικά του χρόνια. Ο Καζαντζάκης    μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο βία, ανάμεσα σε δύο επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα από του Τούρκους.
Στη συνέχεια της εξομολόγησής του, ο Άρπαγος αναφέρεται στην παιδική του ηλικία.
 
Πώς ένιωθε σαν παιδί και πώς υπέφερε τα μαρτύρια των αγίων.  Τις λίγες χαρές που θυμάται από την ηλικία αυτή αλλά και τη θέλησή του να αρνηθεί τον κύρη και τη μάνα του. Πώς ξεπέρασε την κρίση της  ήβης με τη φυγή του από τον κόσμο, “ φυγή μόνου προς μόνον “ όπως αναφέρει ο ίδιος με το να πάει στο Άγιον Όρος, για το “ πνευματικό του προσκύνημα “,  όπως έκαναν οι ασκητές, εκεί όπου θα μάθει πόσο βαρύ είναι το μυστήριο της εξομολόγησης.
Στο σημείο αυτό, ο Άρπαγος μας μιλά για τον λόγο της αποχώρησης από το Άγιον Όρος, που είναι ένας λόγος αποκαλυπτικός, που θα σημαδέψει την κάθε απόφαση και κίνηση αλλά και το  μετ’ έπειτα συγγραφικό του έργο, και όλα αυτά μέσω ενός οράματος:
“ Σε λίγες μέρες, ακουμπισμένος στο στασίδι, κατασκεπάστηκα από βαρύ βραχνά. Με τα μάτια ανοικτά, ξυπνητός έβλεπα κι άκουγα: Έμπαινα στο πατρικό μου σπίτι και είδα τον πατέρα μου να κάθεται, όπως συνήθιζε, διπλοπόδι, στη γωνιά του καναπέ. Ως με πήρε το μάτι του, πετάχτηκε απάνου αγριεμένος και φώναξε:
- Με ράσο μου κόπιασες; Αηδίασες τον κόσμο; Πού γνώρισες εσύ τον κόσμο; Παντρεύτηκες; Έχασες παιδί; Γλέντησες; Δούλεψες; Φύγε να μη σε βλέπω!
Σημασία έχει το πώς αισθάνθηκε μετά το όραμα:
- Σηκώθηκα κ΄ έτρεμα νιώθοντας απάνου μου βαρύ τον ίσκιο του κυρού μου. Δε θυμούμαι ποτέ να μου ΄πε λόγο τρυφερό , ποτέ να με χαδέψει˙ μου παράδινε τη φλόγα της γενεάς αγέλαστος, σκληρός και με πρόσταζε να τους ξεπεράσω όλους σε δύναμη, σε περηφάνια και σε πείσμα. “
Τέλος, μας αποκαλύπτει μέσα από την εξομολογητική του διάθεση ότι η επιρροή του πατέρα του,  σαν “ μεγάλος πειρασμός “, περισσότερο και από τη γυναίκα, τον προτρέπει να βρει άλλο δρόμο για τον Θεό και αυτός είναι “η Πράξη “.
Το σημείο αυτό είναι κομβικό για το  “Συμπόσιον “. H ομαδική διαδικασία βοήθησε τον Άρπαγο να  αυτοαποκαλυφθεί και να δει την πραγματικότητα, όπως την έβλεπε πριν από χρόνια μαζί με τους υπόλοιπους συμποσιαστές.
Θα χαρακτήριζα τις προτροπές των συμποσιαστών και την εξομολογητική διάθεση του Καζαντζάκη με αναφορές στον πατέρα του,  σαν ένα δώρο της ομαδικής διαδικασίας προς αυτόν.
Με την εξομολογητική διάθεση του Άρπαγου επήλθε κάθαρση,  σαν αποτέλεσμα μιας εκτόνωσης ενός τραυματισμού. Τα συναισθήματα του Άρπαγου που μέχρι τώρα δεν κατόρθωναν να βρουν τον δρόμο προς εκφόρτηση και παρέμεναν εγκλωβισμένα με πιθανές παθολογικές επιπτώσεις, με την εξομολόγηση απελευθερώθηκαν και επέστρεψε στη γλύκα της   ζωής που είχε απαρνηθεί.
 
 
----------------------------------
 
 
1.      Ενόρμηση: Δυναμική διαδικασία, η οποία συνίσταται σε μια ώση που αναγκάζει τον οργανισμό να τείνει προς ένα σκοπό. Κατά τον Freud μία ενόρμηση έχει την πηγή της σε μια σημαντική διέγερση˙ ο σκοπός της είναι να καταργήσει την κατάσταση εντάσεως που κυριαρχεί στην ενορμητική πηγή˙ η ενόρμηση μπορεί να πετύχει τον στόχο της μέσα στο αντικείμενο ή χάρη σ΄αυτό. (Vocabilaire de la Psychanalyse, J. Laplanche et J.-B. Pontalis. P.U.F )
2.  S. Freud, Ο Ντοστογιέφσκι και η Πατροκτονία, σελίδα 31. εκδ. Πατάκη
3.. Επιθετικότητα  gressivite): Επιθετικότητα είναι η τάση ή το σύνολο τάσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται μέσω πραγματικών ή φανταστικών συμπεριφορών, που αποβλέπουν στο να βλάψουν τους άλλους, να τους καταστρέψουν, να τους καταναγκάσουν, να τους ταπεινώσουν,…..Η ψυχανάλυση αποδίδει συνεχώς  αυξανόμενη σπουδαιότητα στην επιθετικότητα, επισημαίνοντας  τη λειτουργία της κατά τα πρώϊμα στάδια της ανάπτυξης του ατόμου και υπογραμμίζοντας και  την πολυσύνθετη διαπλοκή της με τη σεξουαλικότητα, ….. η οποία έχει   θεμελιώδες ενορμητικό υπόστρωμα, την ενόρμηση του θανάτου. ( Vocabilaire de la Psychanalyse. J. Laplanche et J.-B. Pontalis .     P. U. F. )
 
 

 

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ο ΚΥΡΗΣ





        Ο   Κ Υ Ρ Η Σ
(Προσέγγιση των παιδικών αναμνήσεων
του Καζαντζάκη και η μυθιστορηματική
αναζήτηση τους στα έργα του)
    Μια διαρκής  εσωτερική διαμάχη
                                               
                                  του Δημήτρη  Μιμή
                    
        
΄Ολοι  θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τον Καζαντζάκη. Τον γνωρίζουμε  μέσα από τα έργα του, από την άποψη της ανάγνωσης αυτών αλλά  και των ιδεών του, που εμπεριέχονται μέσα σ’ αυτά.


Θα τον γνωρίσουμε όμως καλύτερα αφού μάθουμε την παιδική του ηλικία, τη σχέση με τον πατέρα του αλλά και την ευρύτερη οικογένειά του, τις συγκρούσεις, τις προσωπικές του σχέσεις και, κατά προέκταση, τον ψυχισμό του μέσω αυτών. Χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε πλήρως τον μεγάλο συγγραφέα.


Μια συστηματική μελέτη της παιδικής του ηλικίας αλλά και μία αναζήτηση των περιγραφών της ηλικίας αυτής στα έργα του, θα μας έδινε εκείνες τις πληροφορίες που θα μας οδηγούσαν στην πλήρη κατανόηση  του ψυχισμού του αλλά και  του ψυχισμού των ηρώων  των έργων του, που σ’ αυτούς προβάλλει δικά του συναισθήματα και επιθυμίες.   Πολλές είναι οι αναφορές στα έργα του Καζαντζάκη  για τον πατέρα του, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, ή στις μυθιστορηματικές μορφές των ηρώων του, που θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση του ψυχισμού του συγγραφέα.


O S. Freud επέμενε συχνά  στο γεγονός ότι το παιδικό παρελθόν του ατόμου και της ανθρωπότητας παραμένει πάντα μέσα μας. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη, ο οποίος πέρασε  τα πρώτα χρόνια της ζωής του κοντά στον πατέρα του, με τη γνωστή προσωπικότητα του, όπως μας την περιγράφει ο ίδιος, κατά κύριο λόγο στα έργα του  «ο Καπετάν Μιχάλης » ή με τον αρχικό του τίτλο, στα γαλλικά, « Mon Pere », ο πατέρας μου, στο   «Αναφορά στον Γκρέκο» αλλά και στο « Συμπόσιον », οι  επιρροές που έλαβε απ’ αυτόν έχουν ασκήσει καθοριστική επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του και  θα τον  ακολουθήσουν  σ’ όλη του τη ζωή.


Δε θα απαλλαγεί ποτέ από το συνειδησιακό βάρος να ξεπεράσει τον πατέρα του και  ποτέ δε θα υποταχθεί ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. Άλλωστε, αυτό μας αποδεικνύει η αμφιταλάντευσή του στο θέμα της θρησκείας. Η σχέση με τον πατέρα του έπαιξε καθοριστικό ρόλο απέναντι στην αυθεντία και στην πίστη στον Θεό. Η ψυχανάλυση μάς έμαθε τον δεσμό που ενώνει το πατρικό σύμπλεγμα με την πίστη στο Θεό . Μας έδειξε ότι ο προσωπικός Θεός δεν είναι τίποτε άλλο, ψυχολογικά, παρά ένας μεταμορφωμένος πατέρας.


Τη σχέση με τον πατέρα του δε θα πρέπει να τη δούμε κάτω από τη θετική λεγόμενη μορφή, όπως στην ιστορία του Οιδίποδος Τυράννου : Επιθυμία θανάτου για τον αντίπαλο, που  συνιστά  το πρόσωπο του ίδιου φύλου και επιθυμία για το πρόσωπο του αντίθετου φύλου, αλλά ούτε υπό την αρνητική μορφή που εμφανίζεται αντεστραμμένο : αγάπη για τον γονέα του ίδιου φύλου και ζηλότυπο μίσος για τον γονέα του αντίθετου φύλου. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη, η πατρική σχέση, όπως ο ίδιος μας την παρουσιάζει, είναι μία ιδιότυπη σχέση. Είναι σχέση θαυμασμού, αγάπης και επιθυμίας, εξύψωσης και μετουσίωσης, που όμως εμπεριέχει και συναισθήματα καταστροφής, θανάτου αλλά και καταναγκασμού ως προς το να αντιγράψει και ξεπεράσει τον πατέρα του. Μια τέτοια σχέση χαρακτηρίζεται αμφιθυμική, και στην περίπτωση του Καζαντζάκη, “αγάπης και συγκρατημένου μίσους” και κατ’ άλλους ψυχαναλυτές,  αγάπης και μίσους.

Γνωρίζουμε ότι ο Καζαντζάκης τα βιώματα με τους γονείς του, κυρίως με τον πατέρα του, τα ενέπλεξε στη λογοτεχνία και τα αποτελέσματα  μας είναι γνωστά. Αυτό όμως που  πρέπει να  λάβουμε υπ’ όψη μας είναι ότι όλες οι περιγραφές που μας δίνει πλαισιώνονται από τις λογοτεχνικές ανάγκες του κειμένου.

Όπως σε κάθε παιδί, έτσι και στον Καζαντζάκη, ο πατέρας  παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Να τι μας λέει ο ίδιος για τον πατέρα του, με εξομολογητική διάθεση, στη σελίδα 68 του έργο του  «Συμπόσιον» :

« Σηκώθηκα κ’ έτρεμα νιώθοντας απάνου μου βαρύ τον ίσκιο του κυρού μου. Δε θυμούμαι ποτέ να μου ‘πε λόγο τρυφερό, ποτέ να με χαδέψει˙ μου παρέδινε τη φλόγα της γενεάς αγέλαστος, σκληρός και με πρόσταζε να τους ξεπεράσω όλους σε δύναμη, σε περηφάνια και σε πείσμα….»

Ο πατέρας του Καζαντζάκη παίζει και  έναν ρόλο δημιουργικό και είναι πηγή έμπνευσης γ’ αυτόν. Παράλληλα του προκαλεί μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση που κρατά μέχρι το θάνατό του. Σ’ όλη του τη ζωή, υποσυνείδητα, θέλει να τον  αντιγράψει αλλά,  επειδή τον θεωρεί αρκετά γήινο, θέλει  να τον ξεπεράσει. Επιζητεί όμως  βοήθεια απ’ αυτόν στα προβλήματα, όταν απαιτηθεί, και  επιθυμεί να τον εξυψώσει και να τον  μετουσιώσει.                                                                                                                 Στις μορφές ηρώων στα έργα του, όπως  «ο Καπετάν Μιχάλης» και «ο Αλέξης Ζορμπάς» συναντάμε στοιχεία του  πατέρα του,  όπως αυτός ο ίδιος τον έχει ανάμνηση  και όπως μας τον περιγράφει στο « Αναφορά στον Γκρέκο ».

Στα έργα του, πολλές φορές, επαναφέρει στο φως αυτό το ξεχασμένο υλικό. Είναι γήινοι ήρωες που επιθυμεί να τους μοιάσει, ενώ παράλληλα αισθάνεται ότι τον καθηλώνουν γερά πάνω στη γη και θέλει να τους ξεπεράσει, μετουσιώνοντάς τους σ’ άλλες μορφές, όπως αυτή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης και του  Αλβέρτου Σβάϊτσερ.

« Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος » μας γράφει στο Αναφορά στον Γκρέκο σελ.80.

Στον πρόλογο του έργου του « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά », λίγο πριν πεθάνει, μας αποκαλύπτει την επιθυμία του ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο απ’ αυτόν που ακολούθησε μέχρι τότε, τον δρόμο του Ζορμπά  και εκφράζει το παράπονό του ότι στα χέρια του κατάντησε τον Ζορμπά  « μελάνι και χαρτί »  και αντί να γίνει γι’ αυτόν υψηλό, επιτακτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε και     έγινε φιλολογικό θέμα.

       Ο Ζορμπάς τονίζει: «μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο»

        Ο Ζορμπάς είναι γήϊνος, επαναστάτης, αρέσει στον Καζαντζάκη και θέλει να του μοιάσει.

      Ταξιδεύοντας μαζί του για την Κρήτη, στο έργο του « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά » στην πρώτη τους χειραψία και στα πρώτα του « περγελαχτά » λόγια, αισθάνθηκε μειονεκτικά και ντροπή και μας αποκαλύπτει τη σκέψη του:

« Ποτέ, εμείς που τόσο αγαπιούμαστε, δεν είχαμε σταυρώσει ένα τρυφερό λόγο˙ παίζαμε και τσαγκρουνιούμαστε σα θεριά.. Αυτός  φίνος, ειρωνικός, πολιτισμένος˙ εγώ βάρβαρος. Αυτός συγκρατημένος, εξαντλώντας άνετα όλα τα  φανερώματα της ψυχής του γύρα από το χαμόγελοֺ εγώ απότομος, ξεσπώντας σε ανάρμοστο απολίτιστο γέλιο. Έκαμα να καμουφλάρω κι εγώ μ’ ένα σκληρό λόγο την ταραχή μου, μα ντράπηκα. ‘Όχι , δεν ντράπηκα˙ δεν μπόρεσα. Έσφιξα το χέρι του˙ το κρατούσα και δεν το άφηνα. Με κοίταξε με απορία………» (σελ. 32)

Και στη σελίδα 72 του ίδιου έργου:

«Η πρώτη μου λαχτάρα στάθηκε η λευτεριά˙ η δεύτερη, που κρυφά μέσα μου ακόμα αποκρατάει και με βασανίζει, η δίψα της  αγιοσύνης. Ήρωας συνάμα κι άγιος, να το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου˙ από παιδί είχα στερεώσει από πάνω μου, στο γαλάζιο αγέρα, το πρότυπο ετούτο.»

Ο Καζαντζάκης, εσωτερικά, επιθυμεί ως ένα βαθμό και αναζητά την γήινη και ηρωική πλευρά του  πατέρα του,  που όμως επιθυμεί να την αλλάξει, ξεπεράσει, που   σαν ανώτερη εντολή να την εξυψώσει στο θεό, γεγονός από το οποίο  ουδέποτε θα απαλλαγεί.

Πολλές φορές, στις δύσκολες και αδύναμες στιγμές στην  καθημερινότητά του, σκέφτεται τον πατέρα του που κυριαρχεί στις καταστάσεις και τον λυτρώνει από εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, κυρίως όταν   δημιουργούνται από την έντονη θρησκευτικότητά του.

Έτσι, όταν ο Καζαντζάκης βρισκόταν στο Βερολίνο και ένιωθε τη διαμάχη  μεταξύ του Βούδα και των  πατρικών-γήινων επιθυμιών του, μας γράφει:

«ένα χτυποκάρδι απόμενε ακόμα κατακόκκινο, που χτυπούσε πεισματωμένα και δεν άφηνε το Βούδα να με κάμει αλάκερο κατοχή. Μέσα μου ένας Κρητικός σήκωσε κεφάλι κι αρνιόταν να δώσει στο γαληνό καταχτητή ψωμί κι αλάτι» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.355)

Και στη σελίδα 360 του ίδιου έργου, αφού έχει επισκεφτεί μετά από ασκητική νηστεία μια σάλα χορού, όπου θέλησε να ξεμουδιάσει και να χαρεί το κορμί, ο μυαλό και η ψυχή του,  αλλά βιώνοντας και την  εγκατάλειψη από τη Γαλάτεια,  γράφει:

«Καινούργια ρωτήματα ανέβαιναν μέσα μου, ο αποψινός χορός είχε ανοίξει στο σπλάχνο μου τις παλιές, που θαρρούσα στειρεμένες, πηγές κι ένιωθα πως δεν αδειάζουν εύκολα τα σωθικά του Κρητικού. Φοβεροί πρόγονοι μέσα μου, που δεν έφαγαν όσο κρέας μήτε ήπιαν όσο κρασί λαχτάρισαν, μήτε φίλησαν όσες γυναίκες πεθύμησαν, και τώρα τινάζουνταν αγριεμένοι και δεν αφήναν να πεθάνω, για να μην πεθάνουν. Αλήθεια, τί γυρεύει ο Βούδας, τί μπορεί να ελπίζει ο Βούδας στην Κρήτη;»

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου ο ίδιος ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει την αναπήδηση των προγονικών-πατρικών ενστίκτων και επιθυμιών που αντιστέκονται απέναντι στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Αυτό  δε θα πρέπει να εκληφθεί ως μία παλινδρόμηση στην παιδική του  ηλικία ή σε πρωτόγονες καταστάσεις, αλλά ως μία αναζήτηση των ηρωϊκών αναμνήσεων   της ηλικίας αυτής που τον συντρόφευσαν  σ΄ όλη τη ζωή.

Όπως οι ψυχαναλυτές, έτσι και  ο Καζαντζάκης, επηρεασμένος από την ψυχανάλυση, δίνει μεγάλη σημασία στην παιδική του ηλικία:

«…Στορώ με λεπτομέρειες την παιδική μου ηλικία, όχι γιατί είναι μεγάλη η γοητεία από τις πρώτες θύμησες, παρά γιατί στην ηλικία αυτή, όπως και στα ονείρατα, ένα ασήμαντο φαινομενικά περιστατικό ξεσκεπάζει, όσο καμιά αργότερα ψυχολογική ανάλυση, χωρίς φτιασίδια, το αληθινό πρόσωπο της ψυχής. Κι επειδή  τα εκφραστικά μέσα στην παιδική ηλικία ή στ’ όνειρο είναι πολύ απλά γι’ αυτό και το πιο πολύπλοκο εσωτερικό πλούτος απαλλάσσεται απ’ όλα τα περιττά κι απομένει μονάχα η ουσία.» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ.45)

Αλλά και στο έργο του S. Freud   Μια παιδική ανάμνηση του Leonardo da Vinci “ στη σελίδα 50, αναφερόμενος στην παιδική ηλικία του Leonardo da Vinci γράφει :

Τις περισσότερες φορές, οι παιδικές αναμνήσεις δεν έχουν άλλη προέλευση. Αντίθετα με τις αναμνήσεις οι οποίες σχηματίζονται κατά την ώριμη ηλικία, οι παιδικές, δεν είναι προσκολλημένες, δε σχηματίζονται από το ίδιο το γεγονός, αλλά ανεβαίνουν πάλι στη μνήμη αργότερα, όταν έχει πια περάσει η παιδική ηλικία και μπαίνουν τότε στην υπηρεσία μεταγενέστερων γεγονότων παραλλαγμένες και νοθευμένες κατά τέτοιο τρόπο που είναι δυνατόν να αποτελούν κάτι το διαφορετικό από τη φαντασίωση.”

Παρακάτω στη σελίδα 52 επίσης γράφει:

“ Όσα νομίζει ότι θυμάται, ένας άνθρωπος από τα παιδικά του χρόνια δεν είναι χωρίς σημασία. Γενικά, κάτω από τα ίχνη αυτά υπάρχουν ανεκτίμητες μαρτυρίες οι οποίες έχουν σχέση με τις πιο σημαντικές στιγμές της ψυχικής του ανάπτυξης.

Συγκρίνοντας τ’ ανωτέρω κείμενα του Freud και του Καζαντζάκη, βλέπουμε το μεγάλο επηρεασμό που δέχτηκε  ο Καζαντζάκης από την ψυχανάλυση.

Οι παιδικές αναμνήσεις του Καζαντζάκη από τον πατέρα του τον ακολούθησαν και κατά την ώριμη ηλικία.. Ανέβηκαν στη μνήμη του και μπήκαν στην υπηρεσία  μεταγενέστερων γεγονότων και γνωριμιών. Έτσι, ο Καζαντζάκης νιώθει την ανάγκη, γνωρίζοντας την καταγωγή του, να μας δώσει θαυμάσια έργα  όπως « Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» το «Συμπόσιον» αλλά και το τελευταίο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο » .

Όσα θυμάται ο Καζαντζάκης από τα παιδικά του χρόνια είναι ανεκτίμητες  μαρτυρίες για τα έργα του αλλά και έχουν άμεση σχέση με την ψυχοσυναισθηματική  του ανάπτυξη:

«Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε˙ κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάκτυλά του και το ’κανε σκόνη.» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 32 )

Έτσι ξεκινά ο Καζαντζάκης στο κεφάλαιο «Ο κύρης» του βιβλίου  του «Αναφορά στον Γκρέκο», δίνοντάς μας το στίγμα για τον πατέρα του, όπου στη συνέχεια στο κεφάλαιο « Η μάνα »  γράφει: «Η μάνα μου ήταν μια αγία γυναίκα. Πώς μπόρεσε πενήντα χρόνια, χωρίς να σπάσει η καρδιά της, να νιώθει πλάϊ της την αναπνοή και το χνότο του λιόντα;» (Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 350)

Στ’ ανωτέρω αποσπάσματα από το κείμενό του, ο Καζαντζάκης μάς παρουσιάζει τον πατέρα του ως ένα πρωτόγονο άνθρωπο, ενώ τη μητέρα του ως μία αγία γυναίκα.  Αποδεχόμενος μ’ αυτό τον τρόπο  την παρουσία και των δύο γονέων του σ’ όλη του τη ζωή που καθορίζουν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο την προσωπικότητά του:

«Κυκλοφορούν κι οι δυό γονέοι στο αίμα μου, ο ένας άγριος , σκληρός, αγέλαστος, η μάνα μου τρυφερή, αγαθή, άγια˙ σε  όλη μου τη ζωή τους κουβαλώ, κανένας τους δεν πέθανε˙ όσο ζω θα ζουν κι αυτοί μέσα μου και θα μάχουνται, καθένας τους αντίθετα, να κυβερνήσουν τη σκέψη και την πράξη. Και σε όλη μου τη ζωή ετούτοι είναι ο αγώνας μου: να τους φιλιώσω, να μου δώσει ο ένας τη δύναμη του, ο άλλος την τρυφεράδα…».(Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 50).

Στο ίδιο έργο, σελίδα 68, μας δίνει μια άλλη διάσταση για τους επηρεασμούς από τα παιδικά του χρόνια που συντέλεσαν στη διαμόρφωση  της προσωπικότητας και των αναζητήσεών του.  Είναι οι αγώνες ανάμεσα στην Κρήτη και στην Τουρκιά:

«Χωρίς τον αγώνα αυτό, η ζωή μου θα ‘παιρνε άλλο δρόμο κι ο Θεός, σίγουρα, άλλο πρόσωπο.»

Παραδέχεται την ύπαρξη μιας εσωτερικής ανώτερης δύναμης, που αναπηδά από την παιδική του ηλικία, από τους γονέους και από τους αγώνες των Κρητών ενάντια της Τουρκιάς, δύναμη που δεν είναι δικιά του και τον κυβερνά όταν είναι έτοιμος να ξεπέσει  και που  δεν είναι άλλη,  παρά η Κρήτη.

Ο Καζαντζάκης  στο έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο »  παρουσιάζει πλήρως όλες τις παιδικές του εμπειρίες που, σαν αναμνήσεις, τον ακολούθησαν  σ΄ όλη του τη ζωή. Θα τις συναντήσουμε και σε άλλα έργα του, γεγονός που αποδεικνύει τον επηρεασμό του από την ηλικία αυτή και τη μεταφορά αυτού του επηρεασμού  στα έργα του.

Το πόσο  πολύ  έχει επηρεαστεί από την παιδική του ηλικία, το συναντάμε  στη ζωή του αλλά και στη συγγραφή των έργων του  και μας το περιγράφει ο ίδιος στη σελίδα 50 του έργου  « Αναφορά στον Γκρέκο »:

« Όταν, γράφοντας , θέλω να μιλήσω για τη θάλασσα, για τη γυναίκα, για το Θεό, σκύβω απάνω στο στήθος μου κι αφουκράζουμαι τί λέει το παιδί μέσα μου, αυτό μου υπαγορεύει, κι αν τύχει κάπως να ζυγώσω με λόγια και να στορίσω τις  μεγάλες ετούτες δυνάμεις – τη θάλασσα, τη γυναίκα, το Θεό – στο παιδί που ζει ακόμα μέσα μου το χρωστώ. Ξαναγίνουμε παιδί για να μπορώ να βλέπω με μάτια παρθένα, για πρώτη πάντα φορά, τον κόσμο.»

Στις επόμενες σελίδες του έργου του « Αναφορά στον Γκρέκο » , λαμβάνουμε πληθώρα  άλλων πληροφοριών για τον εαυτό του, τους γονείς του, την περίοδο των μαθητικών του χρόνων, τον πρώτο του έρωτα με την Εμινέ, που σαν όνομα  το συναντήσαμε και στο « Καπετάν Μιχάλη », ως και τις εφηβικές του  αναζητήσεις, τους φόβους,  τη θρησκευτικότητά του αλλά και  την απόφαση του να πάει στο Άγιον Όρος για ν΄αγιάσει, μία περίοδος καθοριστική για τη ζωή του.  Δεν ξεχνά τα ηρωικά χρόνια του Μεγάλου Κάστρου  και τον Άγιο Μηνά αλλά και άλλες παιδικές αναμνήσεις  από        τον « Άγιο Αύγουστο », όπως αποκαλούσε ο Καζαντζάκης τον μήνα Αύγουστο, με τα πολλά φρούτα.(σελ. 83 ).

Αλλά και  στις τελευταίες σειρές του κεφαλαίου του « Η Κρητική Ματιά »  του  έργο του « Αναφορά στον Γκρέκο » , σελίδα 487, γράφει:

« Δεν πειράζει πατέρα˙ τέλεψες το χρέος σου: γέννησες γιο ανώτερο σου˙ στάσου εδώ σημαδούρα˙ εγώ θα πάω πιο πέρα. »

Τα τελευταία αυτά λόγια αποδεικνύουν τη μάχη που διατηρούσε μέσα του ο συγγραφέας με τον πατέρα του αλλά που στο τέλος, σαν φυσιολογική κατάληξη, τον ξεπερνά και τον εγκαταλείπει.  Για τον Καζαντζάκη, αυτό είναι  σκοπός και χρέος, είναι μια εντολή που παραδίνει ο πατέρας στο γιο, για να τον ξεπεράσει. ( Ασκητική, κεφ. «Η ράτσα »σελ . 58. )

Για τον Καζαντζάκη, αυτό είναι μια εντολή, όπως για τον Freud είναι μια έμφυτη τάση που υπάρχει στον γιο, μια τάση αντιπαράθεσης με τον πατέρα και συμβολικά ένας πρωτόγονος φόνος, όπου ο γιος ξεπερνά τον πατέρα, φονεύοντάς τον.

Ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, ο Άμλετ του Σαίξπηρ και οι Αδελφοί Καραμάζοφ του Ντοστογέφσκι, πραγματεύονται την πατροκτονία και μας γράφει ο S. Freud, η πιο ασφαλής προσέγγιση του θέματος, στο δράμα, εμπνέεται από τον Σοφοκλή.

Για τον Freud, η διαμάχη αυτή, μεταξύ γιου και πατέρα, αποτελεί φυσιολογική κατάληξη του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος.

Ο Καζαντζάκης, στην καθημερινή του ζωή, το αντιμετωπίζει ως μια ήπια μορφή σύγκρουσης. Έχει  έναν πατέρα σκληρό και φοβάται την τιμωρία που θα προέλθει απ΄ αυτόν και υιοθετεί μια παθητική στάση απέναντί  του.

Στα έργα του Καζαντζάκη, η διαμάχη αυτή παρουσιάζεται συμβολικά και πιο πολύ βίαιη,  όπως άλλωστε γίνεται στους περισσότερους συγγραφείς.

Έτσι στο  ο Χριστός Ξανασταυρώνεται “, στη σελίδα 179, αυτό το αρχέγονο έγκλημα, δηλαδή η πατροκτονία, όταν όλοι οι “απόστολοι” έχουν μια εξομολογητική διάθεση, ο Καζαντζάκης δια στόματος του  Μιχελή, μας παρουσιάζει μια γυμνή ομολογία της πρόθεσης της πατροκτονίας, και λέει:

Εγώ ‘μαι χειρότερος από λόγου σου, γέροντά μου, είπε τέλος, κόβοντας τη σιωπή, ο Μιχελής, κι η φωνή του ήταν πνιγμένη, αγνώριστη. Εγώ όταν ο κύρης μου αρρωστήσει, νιώθω σατανική αναγάλλιαση, ένας  δαίμονας σηκώνεται μέσα μου και χορεύει, γιατί τον βαρέθηκα πια τον κύρη μου, μου φαίνεται πως  στέκεται μπροστά μου εμπόδιο, και βιάζουμε να πεθάνεi ….”